Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

«ΕΛΠΙΖΟΥΝ» του Μιλτιάδη Ντόβα



 
(Α΄  ΒΡΑΒΕΙΟ  ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΚΤΗΣ  ΠΟΙΗΣΗΣ-ΣΙΚΕΛΙΑΝΑ  2013).  
Ήλιου  το  χιόνι  μου  γελά
στο  φόνο  της  Αβύσσου!
Κέρινο  σύννεφο  λαλά 
στη  γκρίζα  την  ψυχή  σου!

Πούλουδα  μ’  άμφια  φωτός 
στολίζουν  την  εικόνα!
Και  ένας  ψεύτικος  θεός 
κηρύσσει  τον  Κανόνα!

Γέλασε  θεία  συνοδιά, 
στου  Ήλιου  την  πλημμύρα!
Χαμογελούνε  τα  παιδιά 
στης  Ομορφιάς  τα  Μύρα!

Μύρα  που  καιν  μοναχικά 
και  τη  Υπερμάχω  ψέλνουν!
Σύννεφα  Οργής  νωχελικά, 
βροχή  γαίμα του  στέλνουν!

Αθάνατος  π’  αντιμιλά
Φαέθων  ο  ιππότης!
Κλαίει  η  κόρη  και  μιλά! 
Φωτιάς  ο  στρατιώτης!

Οργής  τρανής  το  φονικό! 
Σύννεφα  μαζωχτείτε!
Καθάριο  και  ευγενικό, 
γέλιο  που  θα  κρυφτείτε!

Κρύα  σκιά  τ’  Αλλοτινού, 
με  παραγάδι  τ’  Ήλιου!
Άρχοντας  γης  Ωκεανού
‘νος  ζηλεμένου  φίλου!

Η  Λευτεριά  χαμογελά,  
τα  σύγνεφα  διατάζει!
Εκείνη  και  τα  ξωτικά! 
Το  θάνατο  προστάζει!

Προστάζει  και  εκλιπαρεί
εικόνες  θυμωμένες!
Κι  η  Αθηνά  θε’  ν’  απορεί! 
Νεράιδες  καμωμένες!

Ήλιου  φεγγάρι  σου  γελώ
Άστρο  Οργής  θλιμμένο!
Τη  ζήση  σου,  παρακαλώ 
κι  αντάμωμα  σημαίνω!

Χαμόγελο  όψη  Οργής, 
Οργής  και  ικεσίας!
Φωτιά  της  δεύτερης  Αυγής 
και  Νεκρικής  Θυσίας!

Θυσίας  η  Αποκοτιά, 
του  Ήλιου  ψυχοπαίδα!
Φωτιά  αθάνατη  φωτιά, 
απόπαιδο  στα  σχέδια!

Σχέδια  πλάσης  φωτεινής 
με  ιταμές  εικόνες!
Απόνερα  της  ταπεινής, 
έκρηξης  στους  Αιώνες!

Αιώνες  με  τη  χαραυγή 
που  δάκρυα  τη  ντυθήκαν! 
Μύριοι  στρατιώτες  Οδηγοί, 
τη  Στύγα  θυμηθήκαν!

Τη  Στύγα  που  ‘κλαψε  ξανά, 
με  δελφικό  σημάδι!
Ολύμπια  κόρη  που  πονά, 
Οργής  καημένο  χάδι!

Χάδι  της  θείας  της  πομπής, 
ικέτιδων  κι  αγίων!
Πρόσταγμα  της  αποπομπής, 
των  Δέκα  Ερινύων!

Ο  Ήλιος  δάκρυα  σκορπά 
κι  αχτίδες  ξεχασμένες!
Που  κουβαλούνε  τη  φωτιά! 
Μορφές  μαυροντυμένες! 

Χαμογελούν,  επαίρονται, 
σκέφτονται,  κοκκινίζουν! 
Την  Ομορφιά  τους,  χαίρονται 
και  στη  φωτιά  ελπίζουν!

                             


Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Ένα μικρό απόσπασμα από: «Τα ρόδα του χρόνου» - Ποιητικό έργο της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη - (Ωρίωνας)

  
 ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΣΙΩΠΗ  
 Απόψε η σιωπή πιο μεγάλη είναι κι απ’ τον χρόνο.
Με βρίσκει ν’ αγναντεύω το άπειρο,
να τον μετρώ με δίχως ρολόι.

Τα δάκρυα νίβουν τα μάτια μου,
τα χέρια μου ακουμπάνε την καρδιά μου
και η σιωπή
σαν χάδι μάνας μου γαληνεύει την ψυχή
και τραγούδι μου λέει:
«Όταν θλιμμένη σε βλέπω μου αρέσει να σε φιλώ».

Απόψε η σιωπή πιο μεγάλη είναι κι απ' την μοναξιά.
Με βρίσκει να θέλω να ξεχάσω χωρίς να το μπορώ.
Από το παραθύρι μου αγναντεύω το φεγγάρι,
τα νησιά που φτιάχνουν οι αστερισμοί.
         Παιδικές εικόνες ονειρικές!

Απόψε ακούω τ' αηδόνι να κελαηδάει μόνο στην ερημιά
τον ψίθυρο του ανέμου
και μου ανακατεύει τις σκέψεις.
Το φεγγαράκι κρύβεται πίσω απ' τα σύννεφα 
κι ο ουρανός βρέχει δάκρυα λησμονημένα.

Απόψε η σιωπή κάθεται στην άδεια καρέκλα μου
δίπλα στο πεζουλάκι το τρανό.
Αχ, να μπορούσε να μιλήσει!
Θα μου ΄λεγε πολλά απόψε η σιωπή.
«Όταν   θλιμμένη σε βλέπω μου αρέσει να σε φιλώ».

Αχ, να 'ξερες πόσους πόνους σού παίρνει και σου φέρνει η σιωπή.