Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

«ΑΚΡΟΒΑΤΩ…» της Μαρίας Κολοβού - Ρουμελιώτη

                      Ακροβατώ σε τεντωμένο σχοινί.
Η διάβαση καταμεσής Γης κι Ουρανού
Στηριγμένη στο δέντρο της ζωής
Που πριονίζεται από τους Καλικάντζαρους
των ονείρων μου!....

20 Δεκέμβρη 2013

Μαρία Κολοβού - Ρουμελιώτη 

Μια εικαστική δημιουργία της Μαρίας Κολοβού - Ρουμελιώτη

«ΒΑΡΚΑ ΣΤΗΝ ΤΡΙΧΩΝΙΔΑ»

Ελαιογραφία Μαρίας Κολοβού - Ρουμελιώτη


EYELANDS - 5ος ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ - 2015


H ιστοσελίδα Eyelands σε συνεργασία με τις εκδόσεις Παράξενες μέρες, ανακοινώνει την έναρξη του πέμπτου διαγωνισμού διηγήματος, σε δύο τμήματα: ελληνικό και αγγλόφωνο. Θέμα του διαγωνισμού: «Στα όρια»

Ο διαγωνισμός θα παραμείνει ανοιχτός από τις 20 Ιανουαρίου μέχρι και τις 20 Απριλίου 2015. Το πρώτο βραβείο για καθένα από τα δύο τμήματα (ελληνικό και διεθνές) είναι διακοπές (για δύο άτομα), σε μια από τις ωραιότερες παραλίες της Κρήτης. Τα διηγήματα της Μικρής Λίστας θα εκδοθούν σε δύο διαφορετικές συλλογές, ελληνική και αγγλική από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες. Από εφέτος ειδικά συλλεκτικά βραβεία (εκτός από τον πρώτο νικητή) και για τρεις ακόμη συγγραφείς, φτιαγμένα ειδικά για το διαγωνισμό του eyelands.
- Τα βραβεία, οι διακρίσεις αλλά και ένας αριθμός ακόμη διηγημάτων ανάλογα πάντα με τη βαθμολογία τους (μέχρι 25 διηγήματα συνολικά) θα συμπεριληφθούν στην έκδοση που θα κυκλοφορήσει από τις Παράξενες Μέρες. Σε αυτά θα συμπεριληφθούν μεταφρασμένα τα τρία πρώτα διηγήματα από το αγγλόφωνο τμήμα. Όλα τα διηγήματα του αγγλόφωνου τμήματος που θα μπουν στη Μικρή Λίστα του αγγλόφωνου τμήματος (το ανώτερο 12 συνολικά) θα κυκλοφορήσουν σε ειδική έκδοση από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες και το αγγλόφωνο τμήμα της: Strange Days Books)
- Εκτός από τα διηγήματα που θα συμπεριληφθούν στη Μικρή Λίστα θα ανακοινωθεί και ένας αριθμός διηγημάτων (μέχρι 20) τα οποία θα αποτελούν την επιλογή eyelands και θα αναρτηθούν στην ιστοσελίδα www.eyelands.gr
Στην ιστοσελίδα θα δημοσιευθούν μόνο τα βραβευμένα διηγήματα και τα διηγήματα της Επιλογής. Τα διηγήματα της Μικρής Λίστας θα δημοσιευθούν μόνο στην έκδοση.

Ο διαγωνισμός που διοργανώνει το eyelands από το 2010 είναι ο μοναδικός διεθνής διαγωνισμός με έδρα την Ελλάδα. Ονομάζεται διεθνής όχι επειδή συμμετέχουν Έλληνες από όλο τον κόσμο (που επίσης ισχύει) αλλά επειδή είναι πραγματικά ένας διαγωνισμός στον οποίο συμμετέχουν συγγραφείς από πολες τις ηπείρους του κόσμου και (στο διεθνές τμήμα του) δέχεται διηγήματα μόνο στην αγγλική γλώσσα. Ο διαγωνισμός μας δεν αφορά σε καμία περίπτωση μόνο τους Έλληνες του εξωτερικού, δημοσιεύεται στις πιο έγκυρες ιστοσελίδες για διαγωνισμούς που υπάρχουν στο διαδίκτυο όπως είναι το Duotrope, booktrust.org.uk, justacontest.com, www.londoncomedywriters.com, virtualwritersinc.com. prizemagic.co.uk και πολλοί άλλοι και έχει κατακτήσει αυτή την εγκυρότητα χρόνο με το χρόνο (και όχι εύκολα) ακολουθώντας με σχολαστικότητα όλα όσα υπόσχεται και όλα όσα επιτρέπουν σε ένα διαγωνισμό να κερδίσει το σεβασμό και την αναγνώριση σε διεθνές επίπεδο.

*αφίσα διαγωνισμού: strangeland/δημιουργικό -2015 με την ευγενική βοήθεια της Αντριάνας Μίνου
(συγγραφέως του βιβλίου Παιδικά Νουάρ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες)

15ος Λογοτεχνικό διαγωνισμός της Εταιρείας Τεχνών Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Η Εταιρεία Τεχνών Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου, προκηρύσσει και φέτος, για 15η κατά σειρά χρονιά, Λογοτεχνικό Διαγωνισμό (ποίηση, διήγημα, θεατρικό, οδοιπορικό, δοκίμιο, παραμύθι και σατιρικό).
Οι όροι του διαγωνισμού είναι οι εξής:
1) Το θέμα είναι ελεύθερο.
2) Όλα τα έργα θα πρέπει να είναι δακτυλογραφημένα.
3) Κάθε διαγωνιζόμενος μπορεί να συμμετέχει με 1 (ένα) έργο ανά κατηγορία πλην του ποιήματος όπου επιτρέπονται έως 2 (δύο).
4) Το διήγημα δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 15 σελίδες σε διπλό διάστημα, καθώς και το θεατρικό, οδοιπορικό, δοκίμιο, παραμύθι.
5) Τα έργα πρέπει να είναι ανέκδοτα και αδημοσίευτα.
6) Η υποβολή τους θα γίνει σε 5 (πέντε) αντίγραφα, τα οποία θα φέρουν υποχρεωτικά μόνο το ψευδώνυμο, όπως και ο φάκελος αποστολής τους.
Μέσα στο φάκελο θα πρέπει να υπάρχει άλλος σφραγισμένος φάκελος, με τα πλήρη στοιχεία του διαγωνιζόμενου (ονοματεπώνυμο, διεύθυνση, τηλέφωνο, ηλικία, επάγγελμα, ηλεκτρονική διεύθυνση), ενώ στην εξωτερική όψη και αυτού του φακέλου θα αναγράφεται μόνο το ψευδώνυμο.
7) Η προθεσμία υποβολής των έργων λήγει την Παρασκευή 6η Μαρτίου 2015.
8) Τα έργα να αποσταλούν ταχυδρομικώς στην εξής διεύθυνση:
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΕΧΝΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ & ΠΟΛIΤΙΣΜΟΥ ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ
POST RESΤANTE 18702 ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ 2
Ταχυδρομικό Κατάστημα Γρηγ. Λαμπράκη 18757 Τηλ. 2104003658 – 697286

ΔΕΙΛΟΥ ΟΝΕΙΡΟΠΕΡΠΑΤΗΜΑ του Θεοφάνη Β. Παυλίδη
















 
ΔΕΙΛΟΥ ΟΝΕΙΡΟΠΕΡΠΑΤΗΜΑ

Κοιτάς Θάλασσα
και ονειρεύεσαι ταξίδια.
Κοιτάς ουρανό
και θέλεις να πετάξεις.
Μα χωρίς Οδυσσέα μέσα σου
πως να θαλασσοπορήσεις;
Πως παιδί θάλασσας να γενείς;
Χωρίς πατέρα Δαίδαλο
Νεφέλη μάνα,
χωρίς Ίκαρο μέσα σου.
Πως με δείλια ψυχή
θέλεις να οδηγήσεις
του Πήγασου τάλογα
στο ΦΩΣ.

Θεοφάνης Β. Παυλίδης

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

Αλληλεγγύη και φιλανθρωπία: ένα επίκαιρο κείμενο του Δ. Γληνού

Ένα επίκαιρο κείμενο του Δημήτρη Γληνού, μοναδικού και προοδευτικού παιδαγωγού, υπέρμαχου του δημοτικισμού και κορυφαίας πνευματικής προσωπικότητας της Ελλάδας του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, που γράφτηκε το 1932, χρονιά της επίσημης πτώχευσης της Ελλάδας.
 
«Μέσα σ’ αυτή τη φοβερή στιγμή της παγκόσμιας κρίσης πλήθυνε το κακό, που ήτανε πάντα πολύ, μεγάλωσε η αθλιότητα των απαθλιωμένων ανθρώπων. Ο εργάτης, ο φτωχός αγρότης, ο μικροεπαγγελματίας, ο υπάλληλος ζούνε μέσα σε μια αδιάκοπη αγωνία. Από τη μια βλέπουνε το πενιχρό τους μεροδούλι να γίνεται κάθε μέρα λιγότερο, τη στιγμή που όλα ακριβαίνουν, ή βλέπουνε τα λιγοστά προϊόντα του ολόχρονου μόχθου τους να μένουν απούλητα ή να πουλιούνται σε τιμές εξευτελιστικές. Από την άλλη, κάθε μέρα κρούει την πόρτα τους το σκιάχτρο της αναδουλειάς με τη συντρόφισσά της, την πείνα. Και σ’ όσα σπίτια μπει μέσα το μεγάλο κακό ρημάζουνε πια.

Άγριος πόλεμος κοινωνικός έχει ξεσπάσει και οι πεινασμένοι διεκδικώντας τα πιο απλά δικαιώματά τους στη ζωή, γίνονται θύματα κι από τούτη την πλευρά. Μα απ’ όλους τους κυνηγημένους και τους απόκληρους τα τραγικότερα θύματα είναι τα παιδιά. Το παιδί του προλετάριου, το παιδί του φτωχού αγρότη, το εργαζόμενο παιδί, το παιδί του βιοπαλαιστή ήτανε πάντα σε θέση σκληρή και μειονεκτική. Μα τώρα έγινε πια η μοίρα του αβάσταχτη. Η φτωχή μάνα, που είναι υποχρεωμένη να δουλεύει από την αυγή ως τη νύχτα μακριά από το σπίτι της, αφήνει τα παιδιά της ολημερίς στο έλεος του δρόμου., του διαβάτη και της γειτόνισσας, τ’ αφήνει να κυλιούνται στη λάσπη και στο χώμα για να τους φέρει το βράδυ λίγο ψωμί, χωρίς να προφταίνει και χωρίς να μπορεί ούτε μια ματιά να τους ρίξει, σκοτωμένη καθώς είναι από την κούραση.
Κι αν η μάνα μένει στο σπίτι, πού να προφτάσει ο πατέρας ν’ αντικρίσει το έξοδο για τα παιδιά με το μικρό του μεροκάματο. Κι αν δεν έχει δουλειά ούτε η μάνα ούτε ο πατέρας, γιατί είναι άνεργος ή απεργός; Ξυπολυσιά και αρρώστια και πείνα και κρύο και ακαθαρσία και αμορφωσιά και βούρκος και βάσανα σωματικά και κόλαση ψυχική, είναι η μοίρα των φτωχών παιδιών. Διπλή και τριπλή εκμετάλλευση, ξύλο και εξαθλίωση και εξαχρείωση γεμάτη είναι η ζωή του εργαζόμενου παιδιού. Το πικρότερο κατακάθι της προλεταριακής δυστυχίας αυτά το πίνουν, το μαρτυρικό στεφάνι αυτά το φορούν. Τα φτωχά παιδιά είναι των σκλάβων οι σκλάβοι, των πεινασμένων οι πεινασμένοι, των παγωμένων οι παγωμένοι, των άρρωστων οι άρρωστοι, των απόκληρων οι απόκληροι. Αυτά μπαίνουνε στην κόλαση με το πρώτο αντίκρισμα της ζωής. Την ηλικία της χαράς, της ξενοιασιάς και του γέλιου αυτά δεν τη γνωρίζουν.
Απέναντι στην απέραντη τούτη τραγωδία, που πλημμυρίζει τα σκοτεινά υπόγεια και τις υγρές αυλές μέσα στις πολιτείες, τα χαμόσπιτα των συνοικισμών και τις καλύβες της αγροτιάς σ’ όλη τη χώρα, η βοήθεια που η επίσημη και ιδιωτική φιλανθρωπία καταπιάνεται να δώσει δεν είναι ούτε σα σταγόνα νερού σε φλογισμένο καμίνι. Τα ελατήριά της άλλως τε δεν είναι καθαρά. Για να υπάρχει της χρειάζεται να υπάρχουνε θύματα. Ο φτωχός εργαζόμενος λαός που είναι το θύμα, και τα παιδιά που είναι διπλά θύματα, πρέπει να ζητήσουνε και να βρούνε τη βοήθεια και την απολύτρωση από τον ίδιο τον εαυτό τους.
Δεν πρέπει να περιμένουν τη σωτηρία τους από την άλλη πλευρά. Και του πιο αδύνατου η δύναμη διπλασιάζεται, όταν ενώσει τη λιγοστή του μπόρεση με την προσπάθεια των συντρόφων του. Όταν ο εργάτης , ο αγρότης, ο φτωχός εργαζόμενος λαός νιώσει μιαν ολοκληρωτική αλληλεγγύη να τον ενώνει με όλους τους συντρόφους του στη δυστυχία και μέσα στα σύνορα της χώρας κι όξω απ’ αυτή σ’ όλες τις χώρες της γης, και όταν κινηθεί ομόψυχα και ολόψυχα να βοηθήσει τον εαυτό του και τους άλλους, τότε θα βρει το δρόμο της ανακούφισης και της σωτηρίας. Αλληλεγγύη των δυστυχισμένων! Να το σύνθημα μιας καινούργιας δράσης, που μπορεί να φέρει τα πιο χειροπιαστά αποτελέσματα. Αλληλεγγύη οργανωμένη, ενεργητική ζωντανή, θετική και έμπρακτη, είναι ο πρώτος όρος της σωτηρίας.
Η εργατική τάξη, το πιο συνειδητό και το πιο οργανωμένο κομμάτι του εργαζόμενου λαού, πρέπει να βαδίσει πρώτη το δρόμο αυτό στην ολότητά της, απάνω από τα κόμματα και κάθε πολιτική διαίρεση.
Αλληλεγγύη και ενότητα. Και μαζί με τον εργαζόμενο φτωχό λαό πρέπει να βαδίσουν όσοι νιώθουν τον εαυτό τους αλληλέγγυο με κείνους, που αγωνίζονται για την απολύτρωση, όσοι νιώθουν και όσοι πονούν. Ελάτε να βοηθήσουμε τα παιδιά! Ελάτε να οργανώσουμε την αλληλεγγύη σε τούτο τον τομέα. Να βοηθήσουμε το ξύπνημα και τη συνειδητοποίηση της αλληλεγγύης, να βοηθήσουμε να φανερωθεί έμπρακτα στο πρόβλημα του φτωχού παιδιού. Η αλληλεγγύη των εργαζομένων κάνει θάματα. Μα και το πιο μικρό βήμα που μπορεί να γίνει απάνω σε τούτο το σωστό δρόμο, θα έχει τεράστια σημασία. Γιατί θα ξυπνήσει τη συνείδηση του σκοτεινού δρόμου σε χιλιάδες χιλιάδων ανθρώπους. Όσοι μπορούν, όσοι θέλουν, όσοι νιώθουν, ας κινηθούν. Τώρα είναι η στιγμή. Κάθε μέρα που περνάει θέτει τα προβλήματα οξύτερα και επιτακτικότερα. Ο αγώνας για τα δικαιώματα του παιδιού του εργαζόμενου λαού είναι ένας ευγενικός αγώνας.
Άς έρθουνε μαζί μας, όσοι θέλουνε να προσφέρουνε και τις πιο μικρές υπηρεσίες στο μεγάλο τούτο έργο. Η βοήθειά τους θα είναι πολύτιμη. Μια οργανωτική επιτροπή πρέπει να πάρει στα χέρια της το ζήτημα αμέσως. Μια εντατική δουλειά πρέπει ν’ αρχίσει, που θα ξυπνήσει, θα φωτίσει θα κινητοποιήσει μάζες και που πριν απ’ όλα θα διοργανώσει έμπρακτη αλληλεγγύη, θα δώσει άμεση βοήθεια για το παιδί.
Ας γράψουνε σε μένα, όσοι επιθυμούν να συνεργαστούν στην «Παιδική Βοήθεια»

Αθήνα, Δεκέμβρης 1932
Δημήτρης Γληνός

Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

«Η ΚΡΑΥΓΗ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ» της Μαρίας Κολοβού - Ρουμελιώτη - Α΄ Βραβείο Διηγήματος


(Το κάτωθι διήγημα απέσπασε το έτος 2013 Α΄ Βραβείο Διηγήματος από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών και την Εταιρεία Τεχνών  Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου)


«η κραυγή του παρελθόντος»

Ήταν ένα ήρεμο αυγουστιάτικο δειλινό. Το φεγγάρι είχε αρχίσει να ανατέλλει πίσω απ’ το Χελμό με τα έλατα να στέκουν ακοίμητοι φρουροί στο νυχτερινό ταξίδι του. Χρυσοκόκκινος δίσκος το πρόσωπο της Σελήνης, λαξευμένο με την επιδεξιότητα του ήλιου σαν γελαστή νύμφη, θα στήσει χορό στο ξέφωτο του Λάδωνα.
Τέτοιες ώρες η  κουβέντα γίνεται ιεροτελεστία στην καρδιά του γέρο – Δήμου και η κυρία Αντιγόνη είναι ο άνθρωπος που θα τον συντροφεύσει την αποψινή βραδιά.
Λαογράφος και εικαστικός, συλλέκτρια  εμπειριών και εικόνων, μπαίνει στις ψυχές των ανθρώπων με ορμή κι ατέρμονο μεράκι χωρίς να αφήνει ίχνη παραβίασης. Μακρινή συγγενής βέβαια…αλλά η καρδιά της χτυπά σε ρυθμούς πατριωτικούς, αρματωμένους με καρυοφύλλια, φλογέρες και νταούλια. Κι ο γέροντας είχε εναποθέσει τις ελπίδες του σε αυτή. Είναι η μοναδική συγγενής  που θα μπορούσε να διαφυλάξει κάτι από το παρελθόν και να το μετατρέψει σε ιστορία˙ να ανοίξει  τα παραθυρόφυλλα της καρδιάς του με τρόπο μαγικό κι ευχάριστο.  Πλάι της, πρωτόγνωρα ακούσματα με παλαιική προφορά θα   μεταλλαχτούν με το μεράκι του καλλιτέχνη  και θα στολίσουν άγνωστες πλευρές αγιασμένων τόπων.
Οι δυο  τους απόψε θα αναθερμάνουν θύμησες – στοιχειωμένες περγαμηνές της ζωής,  θα  στήσουν τύμβο πλάι στο παραγώνι της νιότης.
 Του είχε τάξει εδώ και καιρό πως θα πήγαινε στο χωριό το συντομότερο κι η Αντιγόνη σεβόμενη  τα χρόνια του και την αγάπη που έτρεφε για την παράδοση, δεν ήθελε να τον κρατεί σε αναμονή. Εξάλλου από αυτόν είχε να αποκομίσει πολλά.  (Έναν ολόκληρο θησαυρό φυλαγμένα στα αμπάρια εκατόχρονης  μνήμης που θα έβρισκαν τρόπο να ξεγλιστρήσουν στη επιφάνια ταράζοντας την  ρουτίνα της καθημερινότητας). 
Τέτοιους ανθρώπους περίμενε ο μπαρμπα-Δήμος  για να μπορέσει να ξεθάψει το μαύρο μαργαριτάρι και να το βγάλει στην επιφάνια, έκθεμα στα μάτια αυτών που δεν σεβάστηκαν τις ρήσεις των παλιών καιρών. Και δεν είναι τυχαίο που οι περισσότεροι συντοπίτες τον αποκαλούν ώρες – ώρες, «Σοφό Γεροπλάτανο».
Από νωρίς το απόγευμα είχε πιάσει τον ίσκιο της κληματαριάς και περίμενε να ακούσει τον ήχο του αυτοκινήτου  να ανεβαίνει μαρσάροντας την ανηφόρα με το χωματόδρομο. Έπινε  γουλιά -γουλιά τον βαρύ γλυκύ  καφέ που του είχε ετοιμάσει η εγγονή του Λάμπω, όταν  κατά της οκτώ η ώρα, η μηχανή του τζιπ έκανε τις τελευταίες στροφές για να αράξει στην αυλή κάτω απ’ το μεγάλο πλατάνι και να ανέβει στο σπίτι η καλεσμένη του.
 Η μελαγχολική καρτερία που τον διακατείχε ως εκείνη την ώρα, έγινε δια μαγείας δροσερό αγέρι στα χείλη του και  του ‘δωσε λάμψη και φως. Παρόλα τα χρόνια και την ελλιπή   όρασή του, κατέβηκε τα σκαλιά της διώροφης οικείας  για  να προϋπαντήσει την Κυρία Αντιγόνη. Αφού κάθισαν για λίγο στη μικρή σάλα κι ήπιαν οι δυο τους  έναν ακόμη  καφέ  (που τον έψησε η νύφη του η Κατίνα), συνοδευόμενο με κρύο νερό και δίπλες γεμιστές με καρύδια και μέλι. Έπειτα, ξενάγησε την καλεσμένη του στον μικρό μουσειακό  χώρο  με τα αγαπημένα του εκθέματα. (Ένας μικρός ξυλόγλυπτος  αργαλειός, μία ανέμη, ένα αδράχτι, μία ρόκα με την τουλούπα το μαλλί έτοιμο για γνέσιμο, πιστόλες σφυρήλατες, ένα ζευγάρι βόδια ζεμένα τον ζυγό να σέρνουν το αλέτρι,  έναν ζευγά να κρατεί τα λουριά, ένα ταγάρι υφαντό,  τσιμπούκια σκαλισμένα πάνω σε ξύλο καρυδιάς, τροκάνια για τράγους, καρδάρες για άρμεγμα, ψαλίδες για το κούρεμα των προβάτων, ένα ζωνάρι αρματωμένο με λεπίδες- αχώριστο εργαλείο δουλειάς σε κουρεία αλλοτινών εποχών,  και πολλά άλλα μικροπράγματα μιας εποχής ξεχασμένης αλλά όχι μακρινής, τοποθετημένα με μεράκι στην σχετικά μικρή χειροποίητη βιτρίνα).
Άνοιξε ψαχουλεύοντας την πόρτα της έκθεσης και με μεγάλη προσοχή κι ευλάβεια έβγαλε απ’ την προθήκη μια ξύλινη φλογέρα και την φόρεσε στο ζωνάρι του. Έπειτα, άπλωσε για δεύτερη φορά το χέρι του στις προθήκες και βγάζοντας ένα μικρό σκαλιστό τρομπόνι, έστρεψε το πρόσωπό του προς το μέρος της Αντιγόνης,  λέγοντας:
«Για σένα κόρη μου! Χάρισμα, να με θυμάσαι! Το έχω σκαλίσει με τα χέρια μου τότε που ‘χα το φως μου. Και να ξέρεις…τούτο το μικρό μπιστόλι είναι για μένα πράγμα ιερό. Ούτε  στ’  αγγόνια μου δεν έχω κάνει τέτοια χειρονομία! Κράτα το ! Το δίνω σ’ εσένα ».
Η Κυρία Αντιγόνη αντίκρισε δυο μαργαριτάρια δάκρυα  να τρέχουν απ’ τα μάτια του γέροντα κι αφού τον ευχαρίστησε για την τρυφερότατη απλοχεριά του, πήρε το χέρι του ανάμεσα  στα δικά της  και φιλώντας το, λέγει: «Τέτοια χέρια είναι ιερά και γράφουν ιστορία !...». Έπειτα έβγαλε τον οπλισμό της και κατευθύνθηκαν προς την βεράντα και κάθισαν στις δυο δρύινες πολυθρόνες. Κάτω απ’ την δροσιά του βουνίσιου ουρανού, παρέα  με το φεγγάρι, άρχισαν την καταγραφή της κουβέντας στο τεφτέρι  της αναπόλησης.
  
 «Πάνω σε τούτα τα λιθάρια σούρθηκα σαν όφις κι έγραψα την ιστορία μου  με το αίμα της καρδιάς μου! Τούτα τα λιθάρια ζεύτηκα και μου χάρισαν εκατό χρόνους ζωής. Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις φωνάζει το όνομά μου! Γνωρίζει τον ήχο της ανασαιμιάς μου. Κι εγώ αγάπησα τούτα τα αγκωνάρια και δεν τ’ άφησα ορφανά! Τα φορτώθηκα στις πλάτες μου σαν τον μεγάλο Άτλαντα κι έχτισα μαζί τους τη ζωή μου  με το πιο τίμιο αλισβερίσι. Δεν άφησα ακούρευτο τούτο τον τόπο! Το γένι του δασύ με σκέπαζε και με ζέσταινε τα μεσοχείμωνα. Τον ξάριζα! Τον όργωνα ! Τον πότιζα με το ίδρος μου!… κι αυτός μου έδινε απλόχερα το δροσοφίλημά του μαζί με ολάκερο πλούτο.
Τώρα που έχασα  το φως μου μπορώ κι αντικρίζω δυο κόσμους! Κάποτε έβλεπα την ομορφιά της ζωής με τα μάτια του σώματος, όμως τώρα… βλέπω με τα μάτια της ψυχής ό,τι ο άνθρωπος δεν μπορεί να αντικρίσει με το φως της μέρας. Δύναμαι να αντιληφτώ ακόμη κι αυτό που κρύβεται πίσω απ’ την πιο σκοτεινή πλευρά του μυαλού, μέσα στην πίσσα  της ανθρώπινης σκέψεις. Τα πάντα είναι ευανάγνωστα με την κρυφή ματιά της ψυχής. Και να ξέρεις παιδί μου… παραδόξως, τα σκοτάδια έχουν πάντα ως απότοκο το φως. Το φως το νιώθω μέσα μου! Δεν είμαι Τυφλός! Τυφλοί είναι αυτοί που δεν θέλουν να δουν!...».
o γέροντας πιάστηκε απ’ τους δρύινους αρμούς της καρέκλας ισιώνοντας το κορμί του και με μπάσα φωνή ξανάπιασε την κουβέντα.
«Μια μέρα πήρα τη δημοσιά κι έφτασα ως το ποτάμι και δεν θέλω καθόλου να παραξενευτείς γι αυτή μου την αποκοτιά. Τον τόπο τον γνωρίζω καλά!...  Καταλαβαίνω απ’ το άνοιγμα της δρασκελιάς την απόσταση που έχω διανύσει και το πόσο χρόνο  χρειάζομαι ακόμη για να φτάσω στον στόχο μου. Θαμπίζω το φως!… Θαμπίζω και το σκοτάδι!…Ο ήχος του ανέμου, η μυρουδιά του βουνού κι οι όγκοι των σκιών, ξέρουν σωστά να με κατευθύνουν.  Εκατό χρόνια προχωράω τις ίδιες στράτες γνωρίζοντας ολημερίς και το χαλίκι που πατώ! Μα η νυφαμιά μου φοβάται… “Μην κατεβαίνεις στο ποτάμι, θα παραπατήσεις κανένα κοτρώνι και  θα βρεθείς σε κανέναν τράφο ανάσκελα…” μου λέει˙ μα εγώ δεν τραντάζομαι… “ Θα με φέρουν πίσω τα σκυλιά που θα οσμιστούνε την τορό  μου…” της λέγω να την καθησυχάσω».
Έπειτα πήρε στα χέρια του την φλογέρα και τη χάιδεψε λες και χάιδευε το κορμί της τρυφερής νιότης και με   μια απότομη κίνηση στάθηκε ολόρθος.
«Ντοκιμαντέρ η ζωή μου, κόρη μου! Ντοκιμαντέρ!
Κάτω απ’ της ιτιάς τα δάκρια άνοιγα το ταγάρι μου με το κριθαρόψωμο και το κρεμμύδι. Το κρέας, είδος σπάνιο!... Λίγο  τυρί  ξαρμυρισμένο ήταν το προσφάι μου! Έτρωγα δυο μπουκιές και χόρταινε η ψυχή μου! Δεν θέλει πολλά ο Άνθρωπος για να χορτάσει! Λίγα πράματα αγνά, φτάνουν. Μέσα στην απλότητα κρύβεται το κάλλος της ζωής. Άμα  υπάρχει  υγεία, ομόνοια κι αγάπη στην ανθρωπότητα, όλος ο κόσμος είναι πλούσιος! Μα λίγοι το καταλαβαίνουν».
Η Κυρία Αντιγόνη άκουγε άφωνη τα όσα της εκμυστηρευόταν ο γέροντας   (για τα όσα αφορούσαν  το φως του), θαυμάζοντας το σθένος του. Έπειτα εκείνος, κατευθύνθηκε σιγά- σιγά προς το μέρος της βεράντας που αγνάντευε μακριά…πέρα απ’ τον Λάδωνα. Φόρεσε ξανά τη φλογέρα στο ζωνάρι του παντελονιού κι άπλωσε τα χέρια λες κι ήθελε να αγκαλιάσει ολόκληρο το βουνό και την κοιλάδα  με τις ιτιές και τα μποστάνια. 
«Βλέπεις ‘κείνη τη ράχη; ρωτά την Αντιγόνη (ξεχνώντας πως μέσα στη νύχτα, η ματιά  του ξένου φυλακίζεται σε στενά όρια αφήνοντας τη φαντασία να ταξιδεύει). Ζευγάρωνα τα άλογα και με το υνί αφράτευα το χώμα. Έβλεπα τα περδίκια, τους λαγούς και τις αλεπούδες. Μα εκείνα τα περδικόπουλα…τι όμορφα πουλιά!!! Τώρα ο τόπος ερήμωσε. Γέμισε πουρνάρια, ασφάλαχτους, φτέρες και γιγαντόσωμα -αγκαθωτά βάτα. Τ’ αγρίμια  εξαφανίστηκαν.  Δεν υπάρχουν  ζωντανά για να διανοίξουν τις προαιώνιες γιδόστρατες… Πάει! Κιότεψε η φύσης!!!... Ερήμωσε ο τόπος από ανθρώπους και θεριά. Τούτο μόνο με θλίβει…  και με αφήνει ορφανό.
Τα καλοκαίρια έπιανα την σκιάδα του πλάτανου. Από την τρύπα του Κουρπού μούγκριζε το κεφαλόβρυσο που έτρεφε το ποτάμι. Τσούρμο τα παιδιά! Πλατσούριζαν στα νερά και γέμιζε ο αγέρας τραγούδια. Μα, πριν ακόμα μουχρώσει…τρεχάλα για το χωριό! Φοβόντουσαν το θεριό που ‘βγαινε τις νύχτες στο ποτάμι…
Και το θεριό…έχει τρανή ιστορία! που κρατιέται απ’ τα παλιά.
Λένε, πως μες την τρύπα του Κουρπού, κυνηγημένο από τον Ηρακλή, προσπάθησε να κρυφτεί το ελάφι της Θεάς Αρτέμιδος. Από τότε, όταν νυχτώνει κι ερημώνει ο τόπος απ’ τους ανθρώπους, η φύση μιλεί την δική της γλώσσα…  Γέρνει το φεγγάρι στη στέρνα του κεφαλόβρυσου, το ελάφι πίνει νερό κι έπειτα αρχίζει ένα σπαραχτικό θρήνο που τραντάζει τον κάμπο. Αλήθεια σου λέγω κόρη μου! Δεν σου λέγω ψέμα! Το έχω ακουσμένο με τα ίδια μου τ’ αφτιά.
Είχε πανσέληνο, καλή ώρα  σαν τώρα, όταν το άκουσα για πρώτη φορά. Παλικαράκι ήμουν, γύρω στα δεκαοκτώ και τότες το γρέκι μου ήταν αγνάντια στην τρύπα του θεριού! Τα χνάρια μας δεν είχαν φύγει ακόμη απ’ τον φύση. Μέναμε κοντά στο ποτάμι και η επίσκεψη του στοιχειού στο ρέμα ήταν ταχτική.
Ράγισε η ψυχή μου άμα το άκουσα ! Σπάραζε η φωνή του…Πνιγμένη!.. Σαν το γουρούνι στα χέρια του μακελάρη. Μόνο που δεν ήταν γουρούνι…! Το κλάμα του χοιρινού το γνωρίζω καλά. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο… Στην αρχή έκλαιγε σαν μωρό που ψάχνει κουρασμένο να παρηγορηθεί στο αδειανό βυζί της μάνα του…Έπειτα με αναφιλητά περπατούσε την ρεματιά του Λάδωνα και σαν πλησίαζε το ξεψύχισμά του, άρχιζε να βελάζει σαν το κατσίκι που πνίγεται καθώς η λαιμαριά του τυλίγεται σε λουρί. Μετά από χρόνια συνήθισα εκείνον τον θρήνο και τον είχα συντροφιά ώσπου φτιάξαμε τούτο το σπιτάκι και φύγαμε απ’ τον κάμπο. Έτσι έπαψα  ν’ ακούω το στοιχειό του Κουρπού. Έπαψε και το στοιχειό να φοβίζει τους ανθρώπους γιατί η φύση ορφάνεψε απ’ αγάπη και σέβας… Τα νιάτα έπιασαν τις μεγάλες πόλεις  κι ερήμωσε ο τόπος. Το μοιρολόι της Γαίας φτάνει στεγνό από αισθήματα στα αυτιά των ανθρώπων…
 Σαν έφτιαξα το σπίτι στο χωριό κι άμαθα να ζω με τους ανθρώπους, σταμάτησα το κουβεντολόι που είχα τις νύχτες με το φεγγάρι. Όμως, δεν σταμάτησα να συχνάζω στα παλιά μου λημέρια.
Τα πρωινά, έριχνα τα δίχτυα στη λίμνη. Ξέρεις…τη λίμνη του Λάδωνα εννοώ!  Έπιανα καμιά πέστροφα…Καμιά γριά…Κανέναν κυπρίνο. Τα ‘ριχνα στον τορβά και σαν χαμήλωνε ο ήλιος γυρνούσα στο φτωχικό μου. Έφτιαχνε η κυρά μου την τηγανιά κι εγώ σκάλιζα τη γοργόνα μου.  
Την είδες  τη γοργόνα κόρη μου; Είναι στο έμπα του σπιτιού, δίπλα στο φουρναριό με τα μπακίρια. Είναι η γοργόνα της νιότης μου… με τα στήθη της ολόρθα να αναβλύζουν γάργαρο  νερό. Να με ξεδιψούν! Την σκάλισα με το σφυρί και το καλέμι, πόντο – πόντο. Της έδωσα πνοή! Τη ζωντάνεψα! Της έδωσα και όνομα:   Ελπίδα την ονόμασα! Είναι ολόκληρη δική μου!
Κάποιο καλοκαίρι λοιπόν, σαν ήρθε ο μεγάλος μου εγγονός με κάποιον απ’ τους τρανούς της Αθήνας, τήραγε χωρίς να σαλεύει για κάμποση ώρα. Όταν κιότεψε να τη κοιτάζει, έστρεψε το βλέμμα του προς την αφεντιά μου και είπε: “ Μεγάλε Χαλεπά !!! Εσύ,  θα γινόσουν τρανός άμα ζητούσες να ‘βρεις τη μοίρα σου πιο πέρα!...” Μα εγώ δεν του ‘πα τίποτε….Έκανα πως δεν κατάλαβα.
Πριν από λίγα χρόνια, όταν είχε γίνει ο μεγάλο σεισμός στον αντίποδα της γης και το μεγάλο κύμα έπνιξε τα μεγάλα παράλια και ξέβρασε η θάλασσα τα κουφάρια των ανθρώπων, ο Λάδωνας, σαν ζωντανός θεός που πενθεί για την Γη και τους Ανθρώπους, τρεις μέρες στέρεψε από νερό. Τότε, όλοι στο χωριό ήμασταν ανάστατοι. Φοβηθήκαμε πως  θα ορφανεύαμε απ’  το  νερό του ποταμού. Δεν μπορούσαμε να δώσουμε καμιά εξήγηση, ώσπου…μετά από τρία μερόνυχτα,  το ποτάμι ξαναμπήκε στη ρότα του!
Ολόκληρη κουφάλα έκανε η καρδιά της γης!
Ολόκληρη κουφάλα που την πότισε ο Λάδωνας! Την χόρτασε! Την γέμισε με τα κρυστάλλινα νερά του. Κι έπειτα ήρθε το νερό ξανά στην επιφάνια για να καθρεφτίζεται το φεγγάρι και να ξεδιψά ο γεροπλάτανος  γονατισμένος μπροστά  στην  ποδιά της γης, με απλωμένα χέρια να της κάνει μετάνοιες, να την ευγνωμονεί για την καλοσύνη της  που τον έτρεφε τόσα χρόνια».
Στα μάτια του καθρεφτιζόταν η νοσταλγία και η αγάπη των όσων είχε ζήσει και η υγρή μελαγχολία άρχισε να αναφαίνεται  στις θήκες των βολβών που ξεχείλισε κι έτρεξε στο ραγισμένο του πρόσωπο. Τ’ αχείλι έτρεμε  απ’ τη συγκίνηση. Παρόλα ταύτα, πήρε μια βαθιά ανασαιμιά και ξανάπιασε την κουβέντα.
«Λίγοι απόμειναν που εναποθέτουν στην καρδιά ρόδια και τριαντάφυλλα!...Κι εσύ μου μοιάζεις παιδί μου! Συλλέγεις αρώματα από προαιώνιες εποχές και ρουφάς από τη στάμνα της γνώσης το νέκταρ των θεών. Τώρα που στύβεις την πέτρα κι αυτή ξεψυχά στα χέρια σου, κράτα την σκληράδα της για να μπορείς ν’ αντέχεις τον ίλιγγο που φέρνουν τα βάσανα της ζωής. Μάθε, μέσα απ’ την σκόνη της ματαιότητας  να ξεχωρίζεις τον αγώνα κι απ’ τον αγώνα, τον ιδρώτα της αγωνίας για την επιβίωση. Βλέπω ο νους σου ταξιδεύει μακριά απ’ την απειλή της ακαμψίας κι αυτό μου δίνει μεγάλη χαρά.
Αισθάνομαι το πως αγκαλιάζεις τις κορυφογραμμές της σκέψης και το πως αναδεύεις τα φαράγγια του μυαλού για να βρεις πολύτιμα πετράδια.
Εγώ αφήνω πίσω τα αχνάρια μου!  Πέντε παιδιά  κι είκοσι αγγόνια. Μπορούν να ανέβουν τα φαράγγι άμα το θελήσουν!... Εγώ μόνο τα κρόταλα της γης περπάτησα και λούστηκα στου Λάδωνα τις λούμπες…Εσείς τα νιάτα, έχετε δρόμο μακρύ!...
Ο νους σου αντάρτης! Δεν βολεύεται! Του αρέσει να παίζει…Μα η καρδιά σου αγριεύει…Δεν της αρέσουν τα παιχνίδια !... Πλαντάζει και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης. Πέρα απ’ τον άνθρωπο ζητάει το αόρατο μαστίγιο που θα την σπρώξει στον αγώνα. Ένα αγώνα άνισο… Ένα αγώνα με θεριά.
Τώρα κόρη μου θα σε καληνυχτίσω με τον τρόπο που εγώ γνωρίζω. Ξέρω ότι θα σου αρέσει, δεν έχω καμιάν αμφιβολία! είπε  ο γέροντας και πήρε στα χέρια του τη φλογέρα κι άρχισε πρώτα να τραγουδεί κι έπειτα να φυσάει συγκινημένος το φυσοκάλαμο.

Με γέλασαν δύο πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια
Με γέλασαν και μου ‘πανε ποτέ δεν θα πεθάνω
Κι έφτιαξα το σπιτάκι μου ψηλότερα από τ’ άλλα
με δυο, με τρία πατώματα, με εξήντα παραθύρια… 

Στο παραθύρι έκατσα, το πέλαγ’ αγναντεύω
Βλέπω τους κάμπους πράσινους και  στα βουνά γεράνια
Βλέπω το χάρο να ‘ ρχεται στους κάμπους καβαλάρης.
Μαύρος είναι, μαύρα φορεί, μαύρο ‘ν’ και τ’  άλογό του
Μαύρο ‘ν’ και το ζαγάρι του,  που έρχεται κοντά του…

Σαν έρθει η ώρα κόρη μου, θέλω να λες τραγούδια
Με το κλαρίνο, το ζουρνά, με το φυσοκαλάμι
Να φέρεις και τ’ αγγόνια μου γαμπρό για να με ντύσουν
Μήπως ο χάρος λυπηθεί και φύγει απ’ το σπίτι…
Να μην του δώσετε φαγί να φάει απ’ το κορμί σας
Να μην του δώσετε νερό να πιεί απ’ τα δυο σας μάτια
Γιατί η ζωή είναι γλυκιά, όσες κι αν έχει πίκρες!...
Ν’ αφήσω τα νιάτα στη ζωή ν’ ανθίσουν τα περβόλια
Και στις λευκές βουνοκορφές ελάτια να φουντώσουν
Το κλαψοπούλι αν τραγουδεί…πες τε κι εσείς τραγούδια!...

Αύριο! Αύριο κόρη μου! θα συνεχίσουμε το ταξίδι, είπε με μια θάλασσα δάκρια να τρέχουν απ’ τα μάτια του. Απόψε ξορκίσαμε τον Χάροντα. Μάρτυς μας το φεγγάρι!».  

          ΜΑΡΙΑ ΚΟΛΟΒΟΥ - ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗ

              (Λογοτέχνης - Εικαστικός)

Προκήρυξη του 15ου Ετήσιου (2015) Διεθνή Διαγωνισμού Ποίησης, του Λογοτεχνικού περιοδικού «Κελαινώ»


ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ 

Θέμα: ΜΑΝΑ ΣΤΟΥΣ ΔΥΣΚΟΛΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ, ΑΠΑΝΕΜΙΑ
Η δική σου αγκαλιά, με κρατά να μην πέσω

Συμμετοχή μ’ ένα ποίημα, (ανέκδοτο και αδημοσίευτο οπουδήποτε), γραμμένο σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, (γραμματοσειρά Times New Roman No 14) στη Νεοελληνική, σε οποιαδήποτε μορφή ποιητικής έκφρασης, όχι περισσότερο  από 32 στίχους.
Στέλνετε τις συμμετοχές σας, σε τέσσερα (4) αντίτυπα, με απλό ταχυδρομείο (όχι συστημένο) έως 30 Απριλίου 2015 (σφραγίδα Ταχυδρομείου) προς: 

Κυρία Παναγιώτα Ζαλώνη,
Ζαλόγγου 16,
Ίλιον, 131 23, Αθήνα.

Για τον Ποιητικό διαγωνισμό. 

Ως αποστολέα βάζετε το ψευδώνυμό σας και όχι τα πραγματικά σας στοιχεία. 
Στο φάκελο αποστολής εσωκλείετε κι ένα μικρότερο κλειστό φάκελο, όπου είναι γραμμένο, απ’ έξω, το ψευδώνυμό σας (μονολεκτικό) και μέσα, σε χαρτί, γραμμένα (όχι χειρόγραφα): ψευδώνυμο, ονοματεπώνυμο, τίτλος ποιήματος, e-mail, σταθερό τηλέφωνό και την πλήρη ταχυδρομική διεύθυνσή σας.
Το ποίημα, μέχρι 32 στίχους, με σωστή ορθογραφία και σημεία στίξεως, να είναι γραμμένο σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, στη μία πλευρά της σελίδας, όπου πάνω δεξιά αναγράφετε το ψευδώνυμο, χωρίς  φωτογραφίες, ζωγραφιές κλπ.  Μη συνοδεύετε τα στοιχεία σας με βιογραφικό, λειτουργεί αρνητικά.
Τα αποσταλλέντα έγγραφα δεν επιστρέφονται, η δε κρίση της Επιτροπής του διαγωνισμού θεωρείται οριστική.
Για περισσότερες πληροφορίες: Παναγιώτα Ζαλώνη: τηλ. 2105026859 (10.00 - 12.00), καθημερινές.