Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

«ΣΕΙΡΗΝΕΣ ΑΠ’ ΤΗ ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ» της Μαρίας Κολοβού - Ρουμελιώτη






Στάθηκε ευθυτενής μπροστά στο ακροατήριο κι έσιαζε τη ριγέ γραβάτα του∙ έτριψε τις απαλάμες του, ξερόβηξε, πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε την ομιλία του στο κοινό:

«Αγαπητές κυρίες, αγαπητοί κύριοι,
σας καλωσορίζω την σημερινή ομιλία με θέμα: «Ο έρωτας στα χρόνια της κρίσης».  Ίσως να περιμένετε να σας μιλήσω για μια τραγική ιστορία πάθους∙ ίσως για ένα τραγελαφικό γεγονός∙ ίσως ακόμη και μια ιστορία καθημερινής πάλης που να αντικατοπτρίζει το σύγχρονο πρόσωπο των σχέσεων στην κοινωνία των ανθρώπων. Όμως, θα σας πω ένα παραμύθι! Ένα παραμύθι σαν εκείνα που μου ‘λεγε η νόνα μου  η Περσεφόνη τις χειμωνιάτικες νύχτες καθώς μαζευόμασταν τριγύρω απ’ τη γωνιά του τζακιού. Θα σας φανεί παράξενο το πώς η ιστορία που θα πω, θα «δέσει» με το θέμα μας:  Ο έρωτας στα χρόνια της κρίσης.
Η   νόνα μου η Περσεφόνη  ήταν μεγάλη υφάντρα! Ήξερε να γνέθει, να υφαίνει,  να οργώνει, να σπέρνει, να θερίζει, να αλωνίζει, και προπάντων να ζυμώνει τη ζωή και τον έρωτα∙  και η έννοια του «έρωτα» για τη νόνα μου έπαιρνε συμπαντική διάσταση∙ η ουσία αποκοβόταν από την ωμή σεξουαλική πράξη κι είχε τη δύναμη της δημιουργίας, του οράματος, της ελπίδας, της ψυχικής και νοητικής συνευρέσεως, της ανυψώσεως και της πραγμάτωσης των όσων η ψυχή και το σώμα διαπραγματευόταν να διεκπεραιώσει με ολοκληρωτική αφοσίωση στο σκοπό. Από την άλλη… το άκουσμα της λέξεως «κρίση» της έφερνε στο μυαλό τις σπασμωδικές κινήσεις των επιληπτικών κατά τις ημέρες της πανσελήνου.   Αν ζούσε τώρα η νόνα μου: θα άρπαζε τη λαμνισμένη μασιά απ’ το παραγώνι και θα μας καβούρδιζε τη γλώσσα  για να μη μιλάμε!  Και ξέρετε τι θα μας απαντούσε η γιαγιά Περσεφόνη; «Κρίση υπάρχει στο μυαλό! Όλα εκεί αρχίζουν κι όλα εκεί τελειώνουν!!!
Λοιπόν, τώρα αρχίζω το παραμυθάκι κι όλοι: ανοίξτε καλά τα αυτιά για να ακούσετε!
Ζούσε κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, ένα ανδρόγυνο με τις τρεις κόρες τους σε ένα σπιτάκι δυο δωμάτια όλο κι όλο: το φουρναριό και τη σάλα. Ένας ξύλινος πάγκος, δυο αχυρένια στρώματα κι  ένας φθαρμένος καθρέπτης που παραμόρφωνε τα είδωλά τους ήταν  τα μοναδικά έπιπλά της καθημερινότητας. Παρόλη τη φτώχια, ένοιωθαν οι πλουσιότεροι άνθρωποι του κόσμου∙ κι ο μόνος λόγος της ευτυχία τους ήταν  η ευγνωμοσύνη τους στο Θεό για την υγεία που τους είχε χαρίσει. Ο άντρας κάθε πρωί έκανε το σταυρό του,  έπαιρνε το ζευγάρι του και τραβούσε το δρόμο που οδηγούσε στα κτήματα∙ η γυναίκα έπαιρνε την ηλακάτη της  και τραβούσε για τα κοπάδια  με τη προσευχή και τη ευχή στο στόμα∙  οι κόρες  τραβούσαν το δρόμο για το  σχολειό κι όταν επέστρεφαν καταπιάνονταν με τις δουλειές του σπιτιού. Η νόνα τους, η γριά Πηνελόπη, σταυροκοπιόταν να επιστέψουν όλοι σώοι στο παλατάκι τους. Όση ώρα έλειπαν τα παιδιά της: γύριζε τα λιβάδια και με τη φαλτσέτα και μάζευε λαχανίδες∙ τις έπλενε στο κοντινό ξάστερο λαγκάδι  κι επιστρέφοντας τις μαγείρευε  στο τσουκάλι με τη βοήθεια της  φωτιάς. Ζύμωνε το ψωμί στο σκαφίδι, το ‘ψηνε στον ξυλόφουρνο∙ έπηζε το τυρί στο καζάνι∙ έφτιαχνε  τα καλούδια όλου του παραδείσου με τα χέρια της. Πριν καλά - καλά νυχτώσει, μαζευόντουσαν όλα τα μέλη της οικογένειας  τριγύρω απ’ τη φωτιά -γιατί δεν είχαν ρεύμα στο παλατάκι- και  κάτω απ’ το αχνό φως του λυχναριού  δρομολογούσαν τις κινήσεις της επομένης ημέρας. Εκείνες τις ώρες έβρισκαν τρόπους  και νουθετούσαν  με ιστορίες και παραβολές τις μικρές κόρες τους. Πάλευαν για έναν κοινό σκοπό∙ μάχονταν με τη σκέψη κι έβρισκαν τεχνάσματα και καταπολεμούσαν τη φτώχια γκρεμίζοντας  με τη σύμπνοια τα τείχη της δυστυχίας. Στηρίζονταν σε αρετές και αξίες κι όχι σε ψεύτικες ρετουσαρισμένες βάσεις.  Με αυτές τις αξίες νικούσαν κάθε  θεριό, ώσπου ένα βράδυ, έξω  απ’ το παράθυρό τους φάνηκαν κάποιες  Σειρήνες  φερμένες απ’ τη Μαύρη θάλασσα.
Στάθηκαν μπροστά  στο ανοιχτό παραθύρι κι άρχισαν να τραγουδάνε παράταιρα τραγούδια.
Η πιο μικρή Σειρήνα με θλιμμένα υγρά μάτια, διάφανα αέρινα φορέματα,  μισόγυμνη μπροστά στα μάτια του πατέρα τους τραγουδούσε για άγνωρους τόπους και  ταξίδια παράξενα. Τότε, μια αλλόκοτη λάμψη άστραψε στα μάτια του κι άρχισε να παραληρεί.  Ήταν η πιο  όμορφη Σειρήνα της συντροφιάς και  τρέλανε τα μυαλά του! Οι γυναίκες τρόμαξαν και προσπάθησαν με τα ξόρκια τους να εξορκίσουν το κακό. Μα του κάκου!...
Τότε η γριά Πηνελόπη που ήταν κουφή, μα σοφή γριά  και γνώριζε διάφορα «μαντζούνια», πήρε ένα κερί, το έλιωσε λιγάκι στη φωτιά και με αυτό βούλωσε τα αυτιά του γιού της, της νύφης της και των εγγονών της για να πάψουν ν’ ακούν τα τραγούδια των ξενόφερτων Σειρήνων.  Έβγαλε το μαύρο τσεμπέρι της, το φόρεσε στα μάτια τους για να μη βλέπουν τους έξαλλους χορούς τους. Το κουσούρι της κώφωσης είχε μετουσιωθεί σε προτέρημα τη δύσκολη εκείνη στιγμή. Με αυτόν το τρόπο μπόρεσε για λίγο να τιθασεύσει τα άγρια ένστικτα που είχαν μόλις  ξυπνήσει για τον ταλαίπωρο αρσενικό του σπιτιού.
Οι Σειρήνες αποχώρισαν κουρασμένες κι απογοητευμένες στην πρώτη τους επίσκεψη∙ όμως, είχαν αφήσει πίσω τους τον σπόρο της περιέργειας: Τον πόθο περιέργεια να γνωρίσουν τον κόσμο που έταζαν οι Σειρήνες!
Άφησαν το παλατάκι τους και την ευτυχία τους: μετέωρα στην εμπειρία της   περιπλάνησης και της αναζήτησης μιας ψεύτικης χλιδής κι ευτυχίας. Η μόνη που μπόρεσε να αντισταθεί ήταν  η νόνα, η γριά Πηνελόπη και αυτό, λόγω της κώφωσης της. Είχε μείνει πίσω στο παραγώνι, στη σκάφη και στο βελόνι: πιστή Πηνελόπη! να υφαίνει και ξεϋφαίνει το πανί προσμένοντας τον γυρισμό των αγαπημένων της. 
Τα παιδιά της στην πόλη∙ μεγαλουργούσαν  μιμούμενα μια ζωή ξένη στα πρότυπά τους. Έφτιαξαν κάστρα και παλάτια! Προσέλαβαν κι υπηρέτρια μια κατάξανθη Σειρήνα φερμένη απ΄ τη  Μαύρη Θάλασσα για να γυαλίζει τα μάρμαρα και τους φιλντισένιους πολυελαίους, μα ήταν όλοι τους δυστυχισμένοι γιατί ένιωθαν το μαύρο σύγνεφο της απειλής να τους πνίγει. Άρχισαν να δουλεύουν όλο και περισσότερο∙ χρόνος δεν είχε απομείνει να καθίσουν γύρω απ’ το τζάκι να ψήσουν κυδώνια και καρύδια όπως παλιά∙ όλα τους τα ετοίμαζε η Σειρήνα τους. Βλέπετε…είχε κάνει μεγάλο ταξίδι, κι είχε μεγαλόπνοα σχέδια στη καινούργια της πατρίδα!.  Ψώνιζε βουτήματα ζέας απ’ το φούρνο της γειτονιάς∙ μεσημεριανό και βραδινό γεύμα απ’ τη «Γωνιά του Παππού»∙ κι όταν έλειπε η αφεντικίνα της: έκανε συντροφιά στο αφεντικό της…
Τότε άρχισαν και τα τηλεφωνήματα απ’ τη κουφή γριά Πηνελόπη! Σαν αντιπρόσωπος της λογικής, της σοφίας και της αντίστασης που ήταν:  τους θύμιζε κάθε τόσο την καταγωγή τους!
«Τοιράτε το σπίτις, το κονάκις, τη κογένεια σας, το βιος, τα παιδιάς! Παρατάτε   τους ξεβράκωτους και τις ξεβράκωτες και κάτσετε στα αυγά σας!  Ό,τι  χτίζετε δεν ξαναχτίζετε!  Ό,τι γκρεμίζετε, γκρεμισμένο θα μείνει» κι αυτό γινόταν για καιρό….
Μια μέρα που η Λίντα είχε ρεπό, σηκώνει το τηλέφωνο η νύφη της η Αγαθή κι ακούει στο τηλέφωνο να παίζουν το τσέλο τους οι ρητορείες:
“Τοιράτε το σπίτις, το κονάκις, τη κογένεια σας, το βιος, τα παιδιάς! Παρατάτε   τους ξεβράκωτους και τις ξεβράκωτες και κάτσετε στα αυγά σας!  Ό,τι  χτίζετε δεν ξαναχτίζετε!  Ό,τι γκρεμίζετε, γκρεμισμένο θα μείνει”.
Ακούει μια… Ακούει  δυο… Ακούει τρεις το ίδιο τροπάριο! «Τι στο καλό γίνεται;» αναφώνησε παραξενεμένη Αγνή. Το τροπάριο συνεχίστηκε για αρκετή ώρα μέχρι που εκνευρίστηκε κι έκλεισε το τηλέφωνο με δύναμη.
Άρχισε να την τραμπαλίζει ο Βοριάς κι η παγωνιά. Κάτι  είχε γεμίσει λασπόνερα  στο οίκο της ευτυχίας.
Την επομένη μέρα, την ίδια ώρα ξανά το ίδιο τροπάριο! Η γριά Πηνελόπη σαν «πιστή Πηνελόπη» με τις συμβουλές της  ύφαινε στο μυαλό τους σάλι προστασίας: “Τοιράτε το σπίτις, το κονάκις, τη κογένεια σας, το βιος, τα παιδιάς! Παρατάτε   τους ξεβράκωτους και τις ξεβράκωτες και κάτσετε στα αυγά σας!  Ό,τι  χτίζετε δεν ξαναχτίζετε!  Ό,τι γκρεμίζετε, γκρεμισμένο θα μείνει!....”.
Τρίτωσε το κακό και πήρε την απόφαση να σοφάρει το αυτοκίνητο και να πάει να δει τι στο καλό γίνετε!  
Φόρεσε τη  πρωτευουσιάνικη φορεσιά της: Μία φουστίτσα μινιόν, ένα αποκαλυπτικό μπλουζάκι, γυαλιά ηλίου και υποδήματα ψηλοτάκουνα και τράβηξε το δρόμο για το χωριό. Χρόνια είχε να φανεί στον τόπο της!  Στην πόλη είχε μεγαλοπιαστεί  κι αυτό έπρεπε να φανεί στα μάτια των χωρικών.
Το χωριό ήταν κι αυτό αλλαγμένο!
Να τα τριώροφα! Να τα σιντριβάνια! Να τα μοντέρνα καφέ και τα σουβλατζίδικα! Οι  ξυλόφουρνοι γκρεμισμένοι… Τα χωράφια γύρω της λογκωμένα… Τα κουδούνια των αμνοεριφίων σκουριασμένα στα κλωνάρια της γκορτσιάς… Μπαίνει στο σπίτι ( παραμύθι είπα πως θα σας πω) και βλέπει το μαγνητόφωνο να παίζει δίπλα στο κινητό.
“Τοιράτε το σπίτις, το κονάκις, τη κογένεια σας, το βιος, τα παιδιάς! Παρατάτε   τους ξεβράκωτους και τις ξεβράκωτες και κάτσετε στα αυγά σας!  Ό,τι  χτίζετε δεν ξαναχτίζετε!  Ό,τι γκρεμίζετε, γκρεμισμένο θα μείνει!..”.
Όλοι οι πάγοι του Βόριου Πόλου έπεσαν πάνω της και τη σκέπασαν! Αρπάζει το τηλέφωνο και το κάνει κομμάτια. Αλαφιασμένη ανοίγει την πόρτα της σάλας και βλέπει τη γριά Πηνελόπη στο κρεβάτι με τον μνηστήρα! Είχε καταντήσει κι αυτή: δασκάλα που εδίδασκε και λόγο δεν κρατούσε!
Τότε η Αγνή πήρε τους δρόμους του χωριού ουρλιάζοντας σαν Μαινάδα!
Στο μπάρ της κεντρικής πλατείας, η Λίντα η κατάξανθη  Σειρήνα από τη Μαύρη Θάλασσα με θλιμμένα υγρά μάτια, διάφανα αέρινα φορέματα,  μισόγυμνη μπροστά στα μάτια του άντρα της τραγουδούσε   άσματα ερωτικά.
“Θα πάω να οργώσω τις μηλιές του Κροίσου! Θα κάνω καμιά εβδομάδα να τις τελέψω…!” της είχε πει φεύγοντας απ’ το σπίτι.
“Πάει,  χάλασε ο κόσμος!!!” μονολόγησε κουνώντας το κεφάλι της σαν επιληπτική που αγναντεύει την πανσέληνο. “Το ψάρι βρομάει απ’ το κεφάλι!” είπε κι έστριψε το βλέμμα της αλλού για να μη βλέπει το κακό που τη βρήκε.
 Αγαπητοί μου φίλοι,
πέρασαν χρόνια να καταλάβει η Αγνή -που καθόλου αγνή δεν ήταν- να εντοπίσει τα λάθη της και να δώσει τις εξηγήσεις στα παθήματά της. Αποκόμισε όμως πολλά διδάγματα απ’ όλη αυτή την ιστορία:
Όταν ο άνθρωπος δεν μπορεί να ελέγξει τα πάθη του, γίνετε έρμαιο  των επιθυμιών του. Οι Σειρήνες πάντα θα καραδοκούν  δίπλα μας  τάζοντας ταξίδια σε άγνωρους κόσμους. Όταν το μυαλό διασκορπίζεται,  οι αντένες λαμβάνουν λάθος μηνύματα.
Αγαπητές μου φίλες,
ποτέ στην ιστορία των κοινωνιών οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο φίλα δεν υπήρξαν τόσο ελεύθερες μα και ταυτοχρόνως τόσο αλυσοδεμένες με τα πάθη και τις επιθυμίες στην φυλακή της ψυχής!
Οι σύντροφοί μας πνίγηκαν σε απέραντους αφιλόξενους ωκεανούς ψεύτικης ηδονής κι ολοκλήρωσης. Ο δρόμος της αρετής γεμάτος ασπάλαθους εμποδίζει την προσπέλασή μας. Από ποια θάλασσα και με ποια σχεδία  να γυρίσουμε στη Ιθάκη μας;  Η ταυτότητά μας αλλοιώθηκε! Ούτε το ταίρι μας δεν αναγνωρίζει το προσωπείο μας.  Οι Σειρήνες ποτέ δεν θα παύσουν να τραγουδάνε τρελαίνοντας ακόμα και τους πιο συνετούς. Η ζώνη παρθενίας ξεσκίστηκε  απ΄ τους βιαστές της ψυχής! Θα πρέπει να βάλουμε βουλοκέρι στους πειρασμούς και στην ηθική κατάπτωση. Στην πλώρη του καραβιού που λέγετε ΖΩΗ  πάντα με αέρινα φορέματα οι Σειρήνες θα προσκαλούν τον κάθε Οδυσσέα».


Σάββατο, 30 Νοεμβρίου 2013

Μαρία Κολοβού - Ρουμελιώτη 
 
 (Συγγραφέας- Εικαστικός)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου