Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

«ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ» της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη



Αποτέλεσμα εικόνας για Προσκυνητής


Προσκυνητής

Αγρύπνησε η ψυχή το μυστήριο της Αγάπης,
το λευκό φως νίφτηκε,
στο χέρι του Θεού η Τιμή πρόσφορο
και νάμα ευαγγελικό.
Σφράγισμα Θεϊκό,
πλούτισε μέσα στη νύχτα
προφέροντας τ’ όνομα ΑΓΑΠΗ
«εν δεινώ» η άφεση.
Τελώ «βίον αβίωτον» δίχως Εσέ∙
ξεγυμνωμένη σάρκα…
των  δράκων εύοσμη τροφή.
Πλεκτή αρτάνη  το κινδύνευμα
της ανήλεης πτώσης
«προδίδωμι την ψυχήν επ’ αργύρω».
Ασεπτώ  τις πληγές υπέραυχος στο γήρας
το φρονείν εδίδαξαν∙ τούτο, βέβαιον  εστί.

Ο πέπλος τρίφτηκε! Ξεγυμνώθηκε η σάρκα!
Δέσμια… ματαιοτήτων έφερε φορτίο,
μπρός στην Ωραία Πύλη βυθομετρούν
οι άγγελοι της πτώσης το καμπάνισμα.
Ο επίπλαστος κόσμος κατέρρευσε...
Στο εγερτήριο της συνείδησης
«Σώμα κι Αίμα, Χριστού», κοινώνησα!

Δακρύβρεχτα χερουβίμ διολισθαίνουν
στο φτερούγισμα  της καρδίας μου, νίπτουν
τας  χείρας∙ στου Προσκυνητή τα σπαράγματα
και στο «Ειρήνη ημίν» εξέπνευσε το μίσος!

Κυριακή, 27 Σεπτεμβρίου 2015

Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη 


Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

«ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ» ένα διήγημα του Γεράσιμου Μ. Λυμπεράτου

imagesLT3MDWD1
 «ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ» 

Δροσοσταλιές στο μάγουλο. Από πιο φύλλο πρωινού ονειρεμένου τις δανείστηκες; Της λεύκας φύλλο είναι αυτό ή  της Ιτιάς το χιλιοτραγουδημένο;  Στο δάσος  τι γυρεύεις; Ψυχής ανάσα να πάρεις, έ; Tου έλατου το χέρι να σφίξεις, να του πεις καλημέρα κι ένα ευχαριστώ για όσες ανάσες σου προσφέρει έ;Τα χείλη σου γιατί μουρμούρισμα άρχισαν, και κάτι σαν κλάμα ή τραγούδι… να ξεχωρίσω δεν μπορώ. Φτερούγισμα πουλιού. Bλέπω να σε ξαφνιάζει πουλί ήταν;  Κότσυφας μαυρουδερός ή Λουβαράκι γαλαζοκίτρινο; Φαντάζομαι  και μόνο απ το πέταμά του εσύ θα κατάλαβες. Χαρά που σου έδωσε…!
Καλή η κουβεντούλα μας  έ; Χρόνια πολλά είχαμε να ειδωθούμε. Με θυμάσαι;
-Όχι ακριβώς, αλλά προσπαθώ να θυμηθώ, ωστόσο, ξένος νιώθω για σένα, για τους γύρω μου, για όλους. Μόνο αυτά τα ελάτια απόμειναν γνωστά μου, αν και κάπως  γερασμένα τα βλέπω. Ναι σίγουρα τα γνώρισα  και θαρρώ πως κι αυτά με γνώρισαν.
-Και τι τώρα ψάχνεις να βρεις; Σε κοιτώ πως μ αγωνία για κάτι ψάχνεις.. .Τι το σημαντικό αυτή σου η αναζήτηση, θαρρώ πως άδικα δεν ψάχνεις.
-Τα μονοπάτια … Τα μονοπάτια… Που είναι τα μονοπάτια… Αυτά ψάχνω για ναύρω. Για κάθε μου βήμα ανασκαλεύω της μνήμης τα συρτάρια, τα κλειδιά όμως τα κρατεί στα χέρια του το δάσος.  Μόνο αυτό μπορεί  ν ανοίξει το συρτάρι, να βρει της μνήμης το βιβλίο να μου το φανερώσει. Μα, να… μόλις τώρα ανακάλυψα την μεγάλη άσπρη πέτρα… Ξέρω πως δίπλα της περνούσε το μονοπάτι. Σ αυτή την πέτρα πάντα σταματούσα να πάρω μια ανάσα να ξεκουραστώ  γιατί ο δρόμος  ήτανε μακρύς ακόμη. Κ ι άν κάποτε τον χειμώνα με πρόφταινε το σκοτάδι, ω πως λιχμίζαν τα πουλιά στα δέντρα, λές κι προαισθανόσουν πως κάποιο κακό θα συμβεί! Τους τα χάλαγε όμως το αηδονάκι που ξεχνιόσουν θελημένα για ν ακούσεις το τραγούδι του που διαπερνούσε την ψυχή σου και σε μάγευε, να μη θες να πας πουθενά. Να μη θές… Τόση τρυφεράδα σκορπούσε, τόσο  λάγγεμα  που να τρέμει το μυροκάρδι σου   μήπως κι αυτό το τραγούδι  σταματήσει και σ αφήσει μόνο σου να περιπλανιέσαι στις σκιές του δάσους, την νύχτα.
-Δροσοσταλιές στο μάγουλό σου. Γιατί αφήνεις τα φὐλλα να σε κτυπούν κατάμουτρα; Θα έχεις το σκοπό σου γι αυτό… Τι νιώθεις  καθώς δροσοσταλιές  κυλούν στο προσωπό σου. Και τι δεν θα ένιωθες άν δεν σ άγγιζαν τα φύλλα, τι δεν θα ένιωθες;
-Και τώρα  πρέπει ν απαντήσω και στα δυο, σε ποιόν όμως; Στον ίδιο τον εαυτό μου… Στην ίδια την φαντασία μου… Άλλος κανείς σιμά μου, δεν υπάρχει. Μα θα απαντήσω, έτσι απλά, με λίγα μόνο λόγια. Κάτι σαν εξομολόγηση και για τελευταία φορά.
Ναι, νιώθω κάτι σπάνιο ν αγγίζει το πρόσωπό μου, να με αιφνιδιάζει, να μ αγκαλιάζει, κάτι σαν γυναίκας φιλί …κάτι σαν θερμο-παρακάλεμα…
-Μη φεύγεις… μη με εγκαταλείπεις!
«Πως μπόρεσα και πρόδωσα μια αγάπη που ορκιζόμουνα στο όνομά της!»
Τώρα ξέρεις τι δεν θάνιωθα άν δεν με άγγιζαν τα δροσόφυλλα.  Θα ‘ταν πως κάτι θα είχε πεθάνει. Αυτά ή εγώ. Κι οι δροσοσταλιές δάκρυα χαράς, που ένωναν με τα δικά μου δάκρυα κι έσταζαν μαζί στο χώμα.. Το μονοπάτι ψάχνω να βρω… να δικαιωθεί η επιστροφή μου, να ‘χω στο καφενείο κάτι να πώ. Γιατί αυτό το μονοπάτι το ‘ξεραν κι άλλοι, μα έπρεπε πρώτα να τα ξαναθυμηθώ όλα. Για να μην είμαι ξένος  στον τόπο που γεννήθηκα.
Ομολογώ  άργησα να επιστρέψω. Πάντως το μονοπάτι το βρήκα. Φυτρωμένο αγριωπό, μα το βρήκα. Τώρα μπορώ να λέω κάτι. Η λευκή πέτρα ήταν εκεί. Ενα παλιό ξεθωργιαμένο σκοινί κρεμασμένο απ ένα πλατἀνι  που κάναμε κούνια, ήταν εκεί, κι ο πάσσαλος με το ντενεκεδάκι  που παίζαμε σημάδι  ήταν εκεί,  παρατημένος, ξεχασμένος μα ήταν εκεί. Ήρθε και το αηδονάκι, κι αυτό ήταν εκεί. Μόνο τα νιάτα έλειπαν. Είχαν κι  αυτά πάρει τη θέση τους στα συρτάρια της μνήμης. Κι όλα μαζί στριμωγμένα στο τσουβάλι τα ‘σερνε ο χρόνος.  Πατρίδα γύρισα. Είμαι εδώ κοντά σου, κερνάω ούζο, στο καφενείο της γειτονιάς!

 Γεράσιμος Μ. Λυμπεράτος

https://vrysoulesgnosis.wordpress.com/

 

Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

Τα Ιστορικά ανέκδοτα του Κολοκοτρώνη


  • Ο θρυλικός «Γέρος του Μωριά» γεννήθηκε στην Παλαιά Μεσσηνία. Να πως τον περιγράφει ο Βλαχογιάννης: «'Οψη αδύνατη και μαυρειδερή, μάτια βαθουλά, ματιά σκληρή και δυνατή, μεγάλο μουστάκι μαύρο, γερακωτή μεγάλη μύτη, μαλλιά μακρυά κυματιστά. Μικρό κόκκινο φέσι στραβοφορεμένο. Τέλος, πρόσωπο που χτυπάει και ξαφνίζει, και που του κάκου θα γύρευε κανείς να βρει σ' έναν Ευρωπαίο το ταίρι του».
  • Οι Αρβανίτες έτρεμαν κυριολεκτικά το Κολοκοτρωναίικο σπαθί. Γι' αυτό κι ο φοβερότερος όρκος τους ήταν: -Να μη γλυτώσω απ' το σπαθί του Κολοκοτρώνη!.
  • -Πόσο μεγάλη είναι η χώρα που γεννήθηκες; τον ρώτησε κάποιος 'Αγγλος περιηγητής. -'Εχει διακόσιους φούρνους! είπε γελώντας ο Κολοκοτρώνης. (Κάθε σπίτι στα χωριά έχει και δικό του φούρνο).

  • Μια γυναίκα του ζήτησε κάποια χάρη: -Αφέντη μου, τού'λεγε, κάνε μου αυτό το καλό, και σκλάβα σου να γένω! -Τί λες, μωρή ζουρλή; Εμείς για τη λευτεριά πολεμούμε κι' εσύ θέλεις να γίνεις σκλάβα μου;

  • Του είπαν κάποτε: -Κολοκοτρώνη, η πατρίδα θα σε ανταμείψη. -Το ξέρω, απάντησε, εμένα θα πρωτοεξορίσει.

  • Κάποτε φιλοξένησε εν γνώσει του το φονιά του αδερφού του, ο οποίος νόμιζε ότι δεν τον ξέρει ο «Γέρος». -Παιδί μου! λέει η μάνα του, δίνεις να φάει ψωμί ο φονιάς του παιδιού μου; -Σώπα μάννα, είπε ο στρατηγός. Αυτό είναι το καλύτερο μνημόσυνο του σκοτωμένου.

  • Από τη στιγμή που ο Κολοκοτρώνης ανακατεύτηκε στην πολιτική, έχασε τα νερά του. Πολύ γρήγορα όμως κατάλαβε το σφάλμα του και ξαναγύρισε στ' άρματα. Διηγιόταν μάλιστα και το ακόλουθο μύθο, για να δείξει πως την έπαθε, όταν πήγε να γίνει πολιτικός: 'Ενας λύκος άρπαξε ένα αρνί από το μαντρί και πήγε παραπέρα να το φάει. -Κυρ λύκο, θα με φας, το ξέρω, είπε το αρνί. Γι' αυτό όμως το καλό, κάνε μου και μένα αυτή τη χάρη: τραγούδα μου λιγάκι, γιατί έχεις πολύ γλυκιά φωνή και μένα μου αρέσουν τα τραγούδια. Άφησε ο λύκος το αρνί κι άρχισε να ουρλιάζει. Τον άκουσαν τότε τα σκυλιά και τον πήραν στο κυνηγητό. Είδε κι έπαθε, ώσπου να γλυτώσει. Τότε στάθηκε ψηλά στη ράχη κι αγναντεύοντας το μαντρί είπε: -Τί ήθελα εγώ να κάμω τον τραγουδιστή; Καλά να πάθω!. 'Ελεγε κι αυτόν το μύθο: Η κουκουβάγια είχε βρομίσει πολύ τη φωλιά της κι αποφάσισε να κατοικήσει αλλού. Της λέει τότε ο κούκος: -Του κάκου βασανίζεσαι, όσο παίρνεις μαζί σου και τον πισινό σου.

  • Οι μεγάλοι καπεταναίοι της Επαναστάσεως είχαν διάφορα παρατσούκλια μεταξύ τους. Τον Οδυσσέα Ανδρούτσο τον έλεγαν Γερο-Χουλιάρα για τις πονηριές και τα τερτίπια του, "Γέροντα " έλεγαν τον Γκούρα για την φρονιμάδα του, "Γύφτο" έλεγαν τον Κολοκοτρώνη για το χρώμα του, "Γύφτο" έλεγαν και τον Καραϊσκάκη.

  • Καταδιωκόμενος ο Κολοκοτρώνης από τα κυβερνητικά στρατεύματα στον εμφύλιο πόλεμο του 1825, στάθηκε κάτω από μια καρυδιά να ξεκουραστεί. Και μονολογούσε λυπημένος: -Τι έχεις, καρυδιά μου, και παραπονιέσαι; Μη σε πετροβολάνε τα παιδιά; Είναι γιατί έχεις τα καρύδια... * (Γνωστή και η λαϊκή παροιμία: «Το δέντρο που 'χει τον καρπό όλο πετροβολιέται».

  • Ο Κολοκοτρώνης σχολίασε τη δολοφονία του Καποδίστρια με τον ακόλουθο μύθο: Κάποτε, λέει, τα γαϊδούρια πήραν την απόφαση να σκοτώσουν το σαμαρά, για ν' απαλλαγούν απ' τα σαμάρια κι απ' το φορτίο, που τους έβαζαν οι άνθρωποι. 'Έτσι κι έγινε. Αμέσως όμως κατόπιν πήραν την πρωτοβουλία τα καλφάδια (οι μαθητευόμενοι) του σαμαρά, μα δεν ήξεραν να κάμουν καλή τη δουλειά, γιατί έχασαν το μάστορά τους. 'Έτσι τα κακοφτιαγμένα σαμάρια άρχισαν να χτυπάνε και να πληγώνουν τα δυστυχισμένα γαϊδούρια, που δεν άργησαν να καταλάβουν ότι με την ανόητη πράξη τους έπεσαν από το κακό στο χειρότερο...

  • Στον 'Οθωνα, ο οποίος τον ρώτησε τι γνώμη είχε για το νέο πανεπιστήμιο, που άρχισε να χτίζεται, απάντησε: -Να σας πω, μεγαλειότατε, μου φαίνεται ότι τούτο εδώ -κι έδειξε το Πανεπιστήμιο- δεν έπρεπε να κτιστεί κοντά σε κείνο -κι έδειξε το Παλάτι- διότι φοβούμαι ότι τούτο θα φάει εκείνο..

  • 'Ελεγε:   «Οι 'Ελληνες είναι τρελοί, αλλά έχουν Θεόν φρόνιμον».

  • Μετά την καταδίκη του τον πληροφόρησαν ότι ο βασιλιάς του χαρίζει τη ζωή και τον αφήνει μόνο... 20 χρόνια φυλακή. -Θα γελάσω το βασιλιά! Δεν θα ζήσω τόσους! Αποκρίθηκε.




Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016

«ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΗ ΕΚΡΗΞΗ» Ελαιογραφία και στίχοι της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη



ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΗ ΕΚΡΗΞΗ

Πως να αιχμαλωτίσουμε  το φως
με μια φούχτα μουχλιασμένα χρώματα;
Καμβάδες κάναμε τα  τριμμένα πανωφόρια μας.
Τα βυθίσαμε  σε ωκεανούς ξύδι και χολή
φαρμακώνοντας τα απομεινάρια της   ύστατης προσπάθειας, 
της ύστατης υπομονής
και καθώς εκρήγνυται  μέσα μας η επιθυμία
σμίγουμε  με ‘κείνο το αιθέριο γαλανό του σύμπαντος
ζωγραφίζοντας  με τα συντρίμμια μας εικόνες διφορούμενες ….

17 Αυγούστου 2016

Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη 





Πέμπτη 4 Αυγούστου 2016

Κριτικό σημείωμα της Ζαχαρούλας Γαϊτανάκη για την ποιητική συλλογή της Μαρίας Κολοβού-Ρουμελιώτη: «ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ», εκδόσεις «Ωρίωνας», 2013


«ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ….»
Κριτικά Σημειώματα από τη ΖΑΧΑΡΟΥΛΑ ΓΑΪΤΑΝΑΚΗ

(*) Μαρία Κολοβού-Ρουμελιώτη: «ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ», ποίηση, σελίδες: 110, εκδόσεις «Ωρίωνας», 2013, το βιβλίο αφιερώνεται «στους γονείς της Παύλο και Αντιγόνη και σε όλους αυτούς που διαβαίνουν τον μοναχικό και δύσβατο δρόμο της αυτογνωσίας».
«Η ομορφιά του σώματος / πανούργα δίχτυα πλέκει, / μας της ψυχής η ομορφιά / όμορφα τα ξεπλέκει.»
Γεννημένη το 1965 στη Βουλιαγμένη Ηλείας, ήρθε στα 18 της στην Πάτρα, όπου σπούδασε, παντρεύτηκε και ζει μέχρι σήμερα με την οικογένειά της (τον σύζυγό της ο οποίος κατάγεται από την Πουρναριά Γορτυνίας και τα 3 της παιδιά). Εργάστηκε επί 23 χρόνια ως Νοσηλεύτρια και σήμερα αφιερώνει τον ελεύθερο χρόνο της στις τρεις μεγάλες της αγάπες: τη μελέτη, τη συγγραφή και τη ζωγραφική. Είναι μέλος της ΔΕΕΛ και των Νέων Καλλιτεχνών Πάτρας. Δουλειά της έχει βραβευτεί σε διαγωνισμούς. Το πρώτο της βιβλίο ήταν «Τα χειρόγραφα της μάνας» και το δεύτερο η ποιητική της συλλογή «Τα ρόδα του χρόνου», με ελευθερόστιχα, γεμάτα συναίσθημα και στοχασμό ποιήματα.
«Δεν έμαθα ποτέ να υποκρίνομαι / μιλούσα πάντοτε τη γλώσσα της αλήθειας. / Μα όσο κι αν πόναγαν τα λόγια μου, / όσο και αν νανούριζαν αθώους, / εγώ σταυρό κουβάλαγα στους ώμους μου / ως σύγχρονος Ιησούς, / που τη φωνή του ολίγοι αναγνώρισαν.» (σελ. 16) Μιλά η ποιήτρια «τη γλώσσα της αλήθειας», γιατί έτσι έμαθε να πορεύεται στη ζωή της, με σεβασμό στον εαυτό της και στους συνανθρώπους της.
«Έγραψα στίχους και τους τραγούδησα / αλλά μόνο για λίγο/ γιατί ως άνθρωπος / ξέχασα την υπόσχεσή μου στη χαρά. / Τούτο το βράδυ / που είμαι μαζί σας, / μπορώ να τους ξανατραγουδήσω!» (σελ. 28)
«Τα ρόδα του χρόνου» της Μαρίας, είναι της ευαίσθητης ψυχής της η κατάθεση, οι σκέψεις της, οι εμπνεύσεις της και οι πραγματικότητές της. Ποίηση αρχών, ξεβόλεμα από ό,τι μας κάνει να συμβιβαζόμαστε με το ψέμα, την έκπτωση των αξιών μας, από ό,τι μας οδηγεί σε πράξεις που προσβάλουν τον άνθρωπο. Στίχοι σφυρηλατημένοι στο αμόνι και στο καμίνι της ζωής (της), ταυτόχρονα ένας ύμνος στην Αγάπη, γιατί «Αγάπη είναι η ζωή / δεμένη με αλυσίδα / με όλα όσα γνώρισα, / με όλα όσα δεν είδα.» (σελ. 109) και στις «στιγμές»: «Όταν γελούν τα χείλη σου / λούζεται η καρδιά μου / σαν περιστέρι ολόλευκο / σε μαρμαρένια κρήνη» («Όταν γελάς», σελ. 48).
«Αχ, αυτή η μοναξιά! / Σε άδεια δωμάτια δεν πολεμιέται» (σελ.22) διαπιστώνει η ποιήτρια κι αλλού θα μας πει: «Αχ, να ’ξερες πόσους πόνους σού παίρνει και σου φέρνει η σιωπή…». Η μοναξιά την απασχολεί πολύς το έργο της, ίσως γιατί και ο σύγχρονος άνθρωπος, περιτριγυρισμένος από τόσα φώτα, κόσμο και επιτεύγματα στην ουσία είναι μόνος του: «Το τέρμα μοναχικό / και γι’ αυτούς που ζουν μονάχοι / ακόμα πιο μοναχικό. / Δροσιά περιμένουν να βρέξει στην αναβράουσα ψυχή, / να σβήσουν το αίμα που καίει.» (σελ. 68 - 69).
Η ποίηση – κάποιες φορές, όχι πάντοτε – μας οδηγεί στην εξερεύνηση, στην ανακάλυψη του εαυτού μας, «της Αιώνιας Αλήθειας», στην ωρίμανση… Είναι «Η σκέψη γόνιμη πηγή που κελαρύζει» (σελ 31).
Η Μαρία Κολοβού – Ρουμελιώτη με την συλλογή της «Τα ρόδα του χρόνου», πορεύεται στο χώρο της ποίησης και της ύπαρξής της με λόγο έντιμο, με σεβασμό και αλήθεια.

Ζαχαρούλα Παν. Γαϊτανάκη

Ζώνη Αρκαδίας, 4 Αυγούστου 2016.

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

Ένα ποίημα από την ποιητική συλλογή: «ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ» της Μαρίας Κολοβού ρουμελιώτη - Εκδόσεις Ωρίωνας, 2013


ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ ΤΑ ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΑ

Τα βράδια τα αυγουστιάτικα η νύχτα,
στους ίσκιους της καρδιάς, ασήμι χύνει
και το φεγγάρι, τους λευκούς καθρέφτες του αφήνει
για να καθρεφτιστείς στης σιγαλιάς την χάρη.

Του κούκου το θλιμμένο το τραγούδι
στου αφτιού σου τον κοχλία αφήνει ένα χάδι,
αγναντεύοντας του απείρου το σκοτάδι
κι όλο το σώμα, σε μια αγκαλιά ξαπλώνει.

Το γιασεμί στην πόρτα ανθισμένο
με ουράνια ευωδία μάς τυλίγει,
και δυο φιλιά στα χείλη μάς αφήνει˙
με ιάματα ξεπλένει τις πληγές μας.

Η ανάσα της νυχτιάς μάς γαληνεύει
με ένα ζεστό φιλί μάς ταξιδεύει
και με ‘να χάδι απαλό μάς κανακεύει
σε αγνόρυτες αγάπες μάς παγαίνει.




Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος Νο 57 του περιοδικού ΚΕΛΑΙΝΩ