Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

«ΜΕ ΥΠΟΜΟΝΗΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣ ΣΜΙΛΗ» της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη


Αποτέλεσμα εικόνας για Ελπίδα ονόμασα το καράβι της ζωής

 

«ΜΕ ΥΠΟΜΟΝΗΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣ ΣΜΙΛΗ»

Ελπίδα ονόμασα  το καράβι της ζωής
και με ταξίδεψα κρατώντας κουπιά σκαλισμένα 
με υπομονής και αγάπης σμίλη 

Κι εκεί στο αχανές παραδόθηκα 
στης συνείδησης το κάλεσμα
στο εγερτήριο των σειρήνων 
που βούιζαν σαν άγριο μελίσσι 
ψάχνοντας στερεή  γης  να ριζώσω

Να ημερώσω λαχτάρησα
σε μιαν άκρη τ’ απόκοσμου κόσμου
να λουστώ τη λιγοστή χαρά τ’ ονείρου
που θεριεύει μες την ταραχή
και στην φουρτουνιασμένη θάλασσα της ύπαρξης….

21 Σεπτεμβρίου 2016

Μαρία Κολοβού - Ρουμελιώτη 

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

«ΝΤΥΜΕΝΗ ΣΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ» Ελαιογραφία και στίχοι της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη


«ΝΤΥΜΕΝΗ ΣΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ»

Σ’ είδα να φεύγεις στα κόκκινα ντυμένη
γλυκιά ανάμνηση του νου φωτολουσμένη
Κι αγνά χαμόγελα να κολυμπούν στα χείλη
μα στην καρδούλα σου ν’ απλώνεται το δείλι .

Ποτέ δεν μου πες αυτό που σε πικραίνει
άφησες μόνο την θύμηση να μένει
Πάνω στα λόγια της αγάπης που κερνούσες
σε δύο ματάκια που τόσο λαχταρούσες.

28 Σεπτεμβρίου 2016

Ελαιογραφία και στίχοι της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη


Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

«ΜΑΝΑ, ΓΛΥΚΙΑ, ΠΟΤΕ ΔΕ ΘΑ ΞΕΧΑΣΩ» στίχοι της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη


Αποτέλεσμα εικόνας για ζωγραφικη με θεμα τη μάνα

ΜΑΝΑ, ΓΛΥΚΙΑ, ΠΟΤΕ ΔΕ ΘΑ ΞΕΧΑΣΩ
 ( Στίχοι αφιερωμένοι στους ξενιτεμένους φίλους : Γεράσιμο και Ιωάννα)

Μάνα, γλυκιά, ποτέ δε θα ξεχάσω
τον πόνο που ‘χες σαν έφευγα στα ξένα 
κι ήθελα, μάνα, τον πόνο σου ν’  αλλάξω
με αγάπης λόγια απ’ την ψυχούλα μου βγαλμένα.
Σου είπα, μάνα, για μένα μη λυπάσαι
γέννησες άξιο, γενναίο παλικάρι
μόνο για μένα, μανούλα, να θυμάσαι
ευχές να στέλνεις το πρωί μα και το βράδυ.
Και σ’ είδα, μάνα, να σκουπίζεις τ’ άγιο δάκρυ
με το τσεμπέρι που φορούσες στο κεφάλι
και τότε μου ‘δωσες απ’ το προσκυνητάρι
της Παναγιάς εικόνα να ‘χω πάντα φυλαχτάρι.
Μπήκα στην κούρσα και με γλυκοφιλούσες
« Το νου σου, γιε μου, στα ξένα που παγαίνεις»
κι αν μπορούσες τις στιγμές θα σταματούσες
πλάι  σου να ‘μαι, με στοργή να με γλυκαίνεις.
Μάνα, γλυκιά, ποτέ δε θα ξεχάσω…
Σαν φύλλο έπεσες, τρεμάμενη στο χώμα
κι  έσβησε ο ήλιος καταμεσής το  γιόμα
μορφή εικόνας που ποτέ δεν θα αλλάξω.
Αυτό το γράμμα το έγραψα για σένα∙
το είχα χρόνια στο συρτάρι  ξεχασμένο∙
άσπρισα, μάνα, το μυαλό μου σκορπισμένο:
Μισός, εδώ… Μισός, εκεί… Δίχως εσένα…  
Να ‘σαι καλά, μανούλα, εκεί που είσαι
κι εγώ κερί θα ανάβω σε μανουάλι
για την ψυχούλα σου που πάντα με αγκαλιάζει.
Να ‘σαι καλά, μανούλα, όπου και  να‘σαι !...

 Σάββατο, 24 Σεπτεμβρίου 2016 

Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

«ΣΤΟ ΦΩΣ» της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη



Αποτέλεσμα εικόνας για φως


ΣΤΟ ΦΩΣ

Μέσα στου κόσμου την αντάρα
κοινώνησα το φως
την άναρχη μουσική του χρόνου 
και των ονείρων την ανεμοζάλη

με σκαρί την ελπίδα λικνίστηκα 
σαν ψωμωμένο στάχυ
στο κάλεσμα της ζωής
ντυμένη
των  λευκών κρίνων το χνούδι. 

Πάνω σε άνυδρη γης πορεύτηκα
μ’ οδηγό και προστάτη
της πίστης και της θέλησης  τα όπλα
σκαλίζοντας
την ασχημάτιστη ακατέργαστη πέτρα
με την αλμύρα του μόχθου

κι όπως γεννιόντουσαν στον κόρφο μου οι στιγμές
ροδόχρωμο το δειλινό αντάμωσα  
κι ακούραστη τη φλόγα της αγάπης 
ν'  αργάζει  στο φως την ψυχή μου!!!!!

Παρασκευή, 9 Σεπτεμβρίου 2016


Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη


Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

«ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ…» απόσπασμα από την νουβέλα: «Στην κατακόμβη της σαρκός» της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη




Αποτέλεσμα εικόνας για θάνατος

«ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ…» απόσπασμα από την νουβέλα:

«Στην κατακόμβη της σαρκός» της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη



Φτερό η ψυχή της, τρεμόπαιζε στον άνεμο κι  έκανε αέναους κύκλους πάνω απ’ το στρώμα της. Πέντε ολόκληρα χρόνια πάλευε μόνη, μα ένα Αόρατο χέρι τη βαστούσε μη πέσει και καεί στης κόλασης το καμίνι.
Στο τέλος ένιωθε πως χανόταν, πως κάποιος της χτυπούσε την πόρτα, πως την καλούσε να φύγουνε…
Λάμψεις άστραφταν στο ασπράδι των ματιών της κι οι κόρες συστέλλονταν και διαστέλλονταν. Κουράστηκε το σώμα, έπεσε σε λήθαργο. Παραμιλούσε.
Χθες, ο Αγέρας της χτύπησε για πολλοστή φορά την πόρτα. Εκείνη  έπρεπε να κάνει ακόμη μια παραπανίσια προσπάθεια, να δοκιμάσει μονάχη το πέρασμα των συμπληγάδων. Ήταν η τελευταία ευκαιρία να κρατηθεί στη ζωή.
«Τοκ! Τοκ! Ήρθα να σε πάρω να φύγουμε!» της είπε.
Εκείνη, ταράχτηκε, προσπάθησε  να αντισταθεί.
«Δεν είμαι έτοιμη, Αγέρα μου,  δεν είμαι έτοιμη, πρέπει να ετοιμαστώ! 
Να βγάλω τη νυφική μου φορεσιά να τη φρεσκάρω∙ να γυαλίσω τα στολίδια  που μου χάρισες∙ χρόνια τα έχω φυλαγμένα στο σεντούκι με τη ναφθαλίνη..»
«Τοκ! Τοκ! Έλα που σου λέγω.. Έλα  να σε πάρω να φύγουμε!..»
Ολάκαιρο το σώμα της σπάραξε, έγινε μούσκεμα στον ιδρώτα.
«Κιτρίνισαν Αγέρα μου, κιτρίνισαν  και μαύρισαν. Έφυγε η μυρουδιά της νιότης. Μούχλα.. Μούχλα και δυσωδία…
Φύγε! Φύγε!  Να ξημερώσει η μέρα, να σουρθώ στο χώμα… να βγάλω το φιδοπουκάμισό μου.   Τόσα χρόνια σούρθηκα και δεν άλλαξε∙ κόλλησε στο κορμί μου σαν βδέλλα, στάλα στάλα ήπιε το αίμα μου κι έγινε ένα μαζί μου!»
Ο Αγέρας τη λυπήθηκε.
Στάθηκε για λίγο πάνω απ’ το κεφάλι της, της χάιδεψε τα μαλλιά.
«Είναι άλουστα» του λέει, «μη τα πιάνεις! Θα λεκιάσεις τα χέρια σου».
«Άσπρο, λευκό μου πρόσωπο! Άσπρα λευκά μου μαλλιά!» άκουγε τον Αγέρα να της μιλά…
«Τούτα τα χέρια τα γνωρίζω, με έχουν μύριες φορές χαϊδεμένο…»
Ο Αγέρας δάκρυσε. Το δάκρυ του κύλησε, της ζέστανε το πρόσωπο.
«Άσπρα περιστέρια! Άσπρα περιστέρια, φτερουγίζουν πάνω στο κεφάλι μου!» του είπε κι έλαμψε ολάκερη.
«Είναι οι καλοσύνες σου, Καλή μου, που σε καληνυχτίζουνε…» της είπε ο Αγέρας φιλώντας της στο μέτωπο. «Είναι οι καλοσύνες σου! Άντε, τώρα, κοιμήσου…»
«Όχι! Όχι!» του λέει εκείνη. «Θέλω να χτενιστώ με άρωμα λεβάντας, να ευωδιάζει η κάμαρη την ώρα που θα φεύγουμε…»
«Ήρθα με τη δροσιά της άνοιξης» της απάντησε ο Αγέρας «πριν πιάσει καλοκαίρι κι η γης ξεράνει τους καρπούς. Έφερα και το γιο της Σελήνης να μας φωτίζει. Πιάσου απ’ τις φτερούγες μου πριν γιγαντώσουν και γίνουν Βοριάς…»
«Είν’   άπλυτα τα χέρια μου, Αγέρα μου, σκληρά και βρόμικα απ’ τον κασμά και τη σκυτάλη∙ πρέπει πρώτα να πλυθούν με ροδόνερο να χαιρετήσω τα παιδιά μου. Άσε με σε παρακαλώ να πλυθώ, να λουστώ, να χτενιστώ∙ να αφήσω και παραγγελιά  να ανοίξουν τα παραθύρια την αυγή, να μπει ο ήλιος να με κλάψει…»
Τοκ!... Τοκ!... το μόνιτορ χτυπούσε σαν επιθανάτιο κάλεσμα…  
«Νοτισμένο το στρώμα σου, Καλή μου, απ’ τα δικά σου δάκρυα και το δικό σου ιδρώτα, ποτέ πια δε θα ξανανιώσεις πόσο για σένα κλάψαμε».
Τοκ!.. Τοκ!... Οι  τελευταίες αναλαμπές της ζωής της…
Τοκ… Τοκ…
«Σήκω  να φύγουμε. Εκεί  που θα κρυφτούμε,  κανείς δε θα γνωρίσει τη γύμνια σου!!!!» της είπε για τελευταία φορά ο Αγέρας...  
Τοκ… Τοκ…. κι έσβησε ο τελευταίος ήχος, παίρνοντας μαζί του το κάλεσμα που της άφησε…

 Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη