Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016

«ΜΑΡΑΘΩΝΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ Πύργος - Αρχαία Ολυμπία» της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη


Ομαδική φωτογραφία  με Πατρινούς δρομείς και μαραθωνοδρόμους 
Αρχαία Ολυμπία, 27 Μαρτίου 2016.

Διανύοντας την 6η  δεκαετία ζωής, μπήκα στον πειρασμό ν’ ανακαλύψω τη δύναμη που μεταγγίζει δυνάμεις στο σώμα. Καταμεσής της Ολυμπίας οδού δέχτηκα το  βάπτισμα του πυρός. Μια υπερκόσμια δύναμη μεταλαμπάδευσε στην ψυχή μου την πύρινη φλόγα του «ευ αγωνίζεσται». Αφετηρία μου: ο ενδιάμεσος σταθμός εκκίνησης μεταξύ Αρχαίας Ήλιδας- Ολυμπίας∙ στριμωγμένη ανάμεσα σε τόνους σκουπιδιών.  Από παντού αναδυόταν η οσμή του καταναλωτισμού, της ανθρώπινης πλεονεξίας, της ελλείψεως περιβαλλοντικής συνείδησης.  Ατμόσφαιρα αποπνικτική… Μέχρι να πλησιάσει  η ώρα να ξεφύγω απ’ τις δαγκάνες της ανήλεης - λαθραίας χωματερής, δεινοπάθησα.
Για πρώτη φορά ένιωσα τη Γης  ν’ αφουγκράζεται το καρδιοχτύπι μου κι ο Ουρανός να ψιχαλίζει την ψυχή μου με τη δροσιστική αύρα της ευγενής άμιλλας. Το σώμα ακολουθούσε το πνεύμα  και το πνεύμα το σώμα, δίνοντάς του ώθηση προς την επίτευξη του σκοπού. Ολόκληρη είχα γίνει μια πελώρια καρδιά με μάτια προσηλωμένα  στο στόχο. Οι χτύποι σφυρηλατούσαν τις μήνιγγες. Το αίμα  κόχλαζε στου κορμιού το πυρωμένο καμίνι.
 «Οι γεννήτορές μου κι οι δάσκαλοι, μ’ εκπαίδευσαν να παίζω δίκαια, καθαρά, να είμαι σταθερή, να προσέχω τους πειρασμούς, να έχω σεβασμό στην  προσπάθεια και την άποψη του άλλου, να σέβομαι τους αντιπάλους μου, να κοιτάζω μπροστά, να μην τα παρατάω», σκεφτόμουν  σε κάθε μου βήμα καθώς πλησίαζα  περισσότερο το στόχο. 
Ο χρόνος στένευε. Κάπου στα μέσα της διαδρομής αισθάνθηκα να πλησιάζω την εκπλήρωση. Παρηγορούσα τον εαυτό μου πως  φέρνω εις πέρας την αποστολή που είχα παραλάβει στην αφετηρία. Τα λεπτά μετρούσαν αντίστροφα. Αντλούσα  δύναμη απ’ τις οσμές της άνοιξης: Tο ανθισμένο βάλσαμο, το θυμάρι, το μελισσόχορτο. Άρχισα να αντιστέκομαι στα πρώτα σημάδια κόπωσης.
Άνθρωποι κάθε ηλικίας αγωνίζονταν με τον ίδιο τους εαυτό.   Ανακάλυπταν κρυμμένες δυνάμεις. Ο καθείς προσπαθούσε να επιβάλει εκατοντάδες επιπλέον βήματα στο σώμα, που μόνο η ψυχή θα μπορούσε να επιτελέσει.
Άρχισα να πονάω. Οι αστράγαλοι  πρήζονταν.  Πέλματα και δάχτυλα δεν χωρούσαν στα παπούτσια. Προσπάθησα να λύσω τα κορδόνια, ν’ αφήσω χώρο ελεύθερο ν’ ανασάνουν. Mου πέρασε η ιδέα να τα πετάξω απ’ τα ποδάρια μου, να τρέξω απελευθερωμένη από το περιττό τους φορτίο…  Το σώμα βρισκόταν σε συνεχόμενη επιτάχυνση∙ δεν μπόρεσα να ισορροπήσω και συνέχισα  τη μαραθώνια προσπάθεια μου επιτρέποντας στα παπούτσια να με πληρώνουν…
Μπρος - πίσω, δεξιά κι αριστερά κάλπαζαν ρυθμικά η αποφασιστικότητα, η θέληση, η δύναμη, το ιδεώδες, η μη παραίτηση. Κάποιοι γεροντότεροι που δεν παραδίδονταν αμαχητί, μου έδιναν ελιξίριο δύναμης να συνεχίσω.
 «Πάμε! Προχώρα μαζί μου!» άκουσα κάποιον να μ’ ενθαρρύνει καλπάζοντας πλάι μου. « Μπορείς! Μπορείς να τερματίσεις!».
«Πρέπει να φτάσω στο τέρμα!..» σκέφτηκα και μια δέσμη ηλεκτρικού φορτίου εκκενώθηκε στο κορμί μου.
Ο πρώτος μαραθωνοδρόμος είχε προσπεράσει  προ πολλού με τη  συνοδεία ασθενοφόρου κι αστυνομικής δύναμης. Πίσω  του ακολουθούσαν δεκάδες άλλοι. Πάνω σ’ αυτά τα άτομα θαύμαζα τη δύναμη της ψυχής που άνδρωνε  τη ρώμη του κορμιού.
«Τα  πρώτα χιλιόμετρα τα τρέχεις με το σώμα∙ τα τελευταία με την ψυχή» είχε  ομολογήσει ένας μαχητής στην αφετηρία.  Τα λόγια του με  σφυροκοπούσαν. Παρόλο που το σώμα με εγκατέλειπε, η ψυχή προχωρούσε. «Λίγα χιλιόμετρα και φτάνω!» μου έδινα κουράγιο.
Πονούσα πολύ. Ήθελα να βγάλω τα παπούτσια. Ένιωθα τις πληγές των δακτύλων μου. «Ξυπόλητη, ίσως να ‘ναι καλύτερα» αναθάρρεψα χωρίς  να καταφέρω να ξεφορτωθώ τα παπούτσια από πάνω μου. Αν τα κατάφερνα, ίσως αυτή η ενέργεια  να ήταν το θανάσιμο σφάλμα για τα πέλματά μου.
Στην ανηφόρα  κώλωσα… Αρκετά  νεότεροι δρομείς είχαν την  ίδια κατάντια μ’ εμένα. Προχωρούσαν αγκομαχώντας να ξεπεράσουν μια επιπλέον δυσκολία.   Βρήκα την ευκαιρία να παρηγορηθώ: «Εγώ έχω κάποιες παραπανήσιες δεκαετίες στην πλάτη μου» δικαιολογήθηκα  κι ακολούθησα  ξωπίσω τους δικαιωμένη.
« Προχώρα! Τρέξε!» άκουσα κάποιον να με σπιρουνίζει.
Ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα μα προχωρούσε αγέρωχα. «Τρεις  ανάσες παίρνεις, τρεις ανάσες βγάζεις!» ξεφώνισε και συνέχισε τη μαραθώνια διαδρομή του. Ήταν γεροντότερος.
« Αφού εκείνος μπορεί, θα μπορέσω κι εγώ» έπεισα τον εαυτό μου.  
Άρχισε να βρέχει.  Η βροχή έγινε χάδι Θεού στο σώμα μου. Άνοιξα την αγκάλη μου στον ουρανό κι ευχαρίστησα τον Ευεργέτη μου. Οι δροσερές ψιχάλες, λίγο εμφιαλωμένο νερό κι άφθονες γουλιές ισοτονικού, ήταν οι μεταγγιζόμενες δυνάμεις στο  κουρασμένο σώμα.
Τα τελευταία πέντε χιλιόμετρα φορτώθηκαν βουνό στην πλάτη μου. Δάχτυλα, πέλματα, κνήμες, περόνες και μηροί, είχαν αναλάβει να μεταφέρουν όλο το φορτίο στο τέρμα. Άρχισαν να πονούν και τα σπλάχνα μου. Ένιωθα κι ένα μικρό μούδιασμα στα χέρια…
«Όχι, δεν τα παρατάω! Δύο χιλιόμετρα απέμειναν. Θα τα καταφέρω!...».
Οι δυνάμεις μου με εγκατέλειπαν. «Τρέξε! Σε λίγο τελειώνεις. Θα τελειώσουν τα μετάλλια!» ακούω  κάποιον απ’ το πλήθος.
Με έπιασε το παράπονο. Είχα φτάσει σχεδόν στον τερματισμό. Μου άξιζε να πάρω το έπαθλο της συμμετοχής  για τον κόπο μου. Πείσμωσα!  
Έφτασα Ολύμπια. 793 μέτρα πριν το τέρμα! Πατούσα επιτέλους το δοξασμένα χώματά της. « Δοξασμένος ο Θεός! Έφτασα ως εδώ… » είπα ανακουφισμένη.
Ήταν η πρώτη μαραθώνια προσπάθεια μου. Ανακάλυψα την παραπανίσια δύναμη που δεν είχα τόσα χρόνια εντοπίσει. Τη δύναμη εκείνη που μεταγγίζει δύναμη στη ψυχή για να μετακινήσει το σώμα.  Κι αυτή η δύναμη   είναι η πίστη κι η αφοσίωση  στον σκοπό. Στο σκοπό της εξέλιξης της ανθρώπινης νόησης και της ταυτόχρονης συνεργασίας του σώματος με την ψυχής.
Μπροστά μου ήταν ορατή η πύλη του τερματισμού.
«Τρέξε! Θα τελειώσουν τα μετάλλια!» άκουσα για δεύτερη φορά από μια γυναικεία φωνή.
Χειροκροτήματα. Επιφωνήματα θαυμασμού. Τα πόδια μου είχαν αγγίξει το τέρμα! Στα  51 πενήντα ένα χρόνια έγινα δρομέας μεγάλων αποστάσεων, στέφτηκα τον κότινο, μ’ έντυσαν με τρόπαιο χαράς. Απόθεσα τις πληγές μου στο βωμό της προσπάθειας καθώς απωλέσθησαν τα νύχια των πληγωμένων δακτύλων μου απ’ την συμπίεση των υποδημάτων μου.
Τον επόμενο Μαραθώνιο θα τον τρέξω με νεόφυτα νύχια  στα πόδια μου κι ένα ζευγάρι μεγαλύτερα  αθλητικά παπούτσια.     
  
Τον δυσκολότερο Μαραθώνιο της ζωής θέλω να τον περπατήσω ξυπόλητη∙ γειωμένη στο χώμα, κρατώντας γεμάτη αποσκευή την ψυχή μου. Να τρέχω ασταμάτητα, αναζητώντας σε κάθε λεπτό  κι ένα κομμάτι απ’ το πάζλ που συνθέτει το κορμί μου. Μέσα στο πυρωμένο βλέμμα της ελπίδας, καινούργιες ελπίδες να ζωντανεύουν πως η σάρκα δεν είναι μόνο ύλη. Πως η ψυχή αποτελεί το κεντρικό κομμάτι της σύνθεσης εκείνης που λέγεται σώμα.
Θέλω, ο οδηγητής ήχος που θ’ αφουγκράζομαι να ‘ναι εκείνος της καρδιάς και να  με σπρώχνει ένα ακόμη βήμα μακρύτερα.  Και το πρώτο βήμα να γίνεται δεύτερο, το δεύτερο να γίνεται τρίτο κι ο ήχος αυτός παρέα με τα βήματα να  συνθέτουν την  ολοκλήρωσή μου.
Να δεχτώ το έπαθλο από τον ίδιο μου εαυτό. Να  μπολιαστώ με καινούργιο φτέρωμα, αποδιώχνοντας   από πάνω μου το χνώτο  της απραξίας.
Με υπέρμετρη προσπάθεια να  γονατίσω  εμπρός στο μεγαλείο του Θεού και να τον ευχαριστήσω  για την κρυμμένη δύναμη που μας εμφύσησε. Να παρασημοφορηθώ την επιμονή, την υπομονή, την ελπίδα, την εγκράτεια, την απλότητα.  Αυτές να γίνουν οι Ελλανοδίκες  του αγώνα μου.
Έτσι επιθυμώ να διαβώ τους μαραθώνιους της ζωής, όσοι κι αν είναι οι αγώνες!
Πατώντας  τους κάλλους της αδυναμίας μου!


Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη
ΠΑΤΡΑ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου