Κυριακή 12 Μαρτίου 2017

"ΜΑΝΑ ΠΕΙΝΑΩ" του Χρήστου Θωμά. (Από το αρχείο της Αλεξάνδρας Παυλίδου Θωμά).

Αποτέλεσμα εικόνας για αλεξάνδρα παυλίδη θωμά

Τα χρόνια ήταν δύσκολα και μελαγχολικά. Το σπίτι ήταν μικρό δυο κάμαρες. Δυο κάμαρες με μια σκάλα πέτρινη που κατέβαινε στο κατώι. Αυτό το σπίτι πρέπει να το είχε ο αγάς για τους υπηρέτες του.
Άργησαν να κατεβούν στην Παραμυθιά. Δεν ήρθε και κανένας από το χωριό τους. Όλοι τράβηξαν κατά τα Γιάννενα.
Πριν γεράσει ο πατέρας της, βοήθαγε και κείνη και η μάνα της και έβαναν κάρνα και τα πήγαινας στα Γιάννενα στα μαγαζιά. Τώρα όλα τα ερήμωσε ο πόλεμος. Πόσες φορές, δεν είδαν τα χωριά τους να καίγονται; Πόσες φορές δεν κρύφκαν κάτω από σπέλες και από πάνω πέρναγαν οι οχτροί. Γερμανοί, Ιταλοί, Τσάμηδες. Και ύστερα, οι δικοί μας οχτροί μεταξύ τους ήταν και αυτοί. Εχθροί ήταν όλοι. Και καλά οι ξένοι, μα και οι δικοί τους. Ναι και οι δικοί τους. Τους άρπαζαν το ψωμί, μα που να μιλήσεις. Χωριανοί τους ήταν και οι από δω και οι από κει. Έτσι στον εμφύλιο ήρθαν στην Παραμυθιά. Καλά ήταν. Ο κόσμος όλος γράφκε στα ντεφτέρια. Το χωριό τους δεν είχε καεί. Έτσι δεν μπορούσαν να πάρουν φράγκο. Είχαν και πατέρα στα ξένα χαμένον. Ούτε γράμμα ούτε γραφή.
Και η Παραμυθιά ήταν πολύ όμορφη, έτσι που ήταν χτισμένη στην πλαγιά,όπως το χωριό τους. Και οι δρόμοι είναι γκαλντερίμια έτσι είναι τα χωριά που είναι σε πλαγιά. Και στο χωριό τους, τα σπίτια είναι δίπατα και τρίπατα όπως του Μάντζιου και του Σαράκη. Δεν είναι όμως κάστρα, όπως των αγάδων. Τι κάστρα δηλαδή γκρεμισμένα καταστραμμένα σε πιάνει φόβος σαν διαβαίνεις μπροστά.
Το κατηφορικό έδαφος τους ανάγκαζε να κάνουν κατώγια και γκουμπέδες.. Μέσα στο κατώι έβαζαν τα λίγα ζωντανά τους, μια κατσίκα και λίγες κοτούλες το γομάρι και τα πρόβατα. Οι αγάδες σίγουρα σε τούτα τα τεράστια σπίτια δεν βάζανε ζώα κάπου θα είχαν υποστατικά όπως είχαν και κάποιοι στο χωριό τους.
Κλειδωναν καλά το κατώι και έβαζαν σε μια τρύπα που είχαν στον τοίχο για να βγάζουν τις κότες μια μεγάλη πέτρα και μια πλάκα. Μέσα έβαζαν σε μια γωνιά χωρισμένη με τσατμά το λίγο τυρί που έκαναν από την κατσικούλα τους. Κάθε τρεις μέρες μάζευαν το γάλα οι τρεις γειτόνισσες και ΄εβαζαν τυράκι.Μια μέρα η μια, μια μέρα η άλλη και την πριάλη μέρα η τρίτη.
Έτσι το γάλα ήταν περισσότερο και γένουνταν μια τσαντίλα τυρί ίσα με μια οκά.Το τυρόγαλο δεν το πέταζαν, με αυτό έκαναν γκίζα που την έβαζαν μέσα σε τομάρι από κατσίκι, το ασκί.
Την γκίζα την έκαναν και ξερή όπως τώρα τη μυζήθρα για μακαρόνια. Ήταν τόσο αρμυρά που δεν γλωσσιάζονταν.
Δεν θυμάμαι ποια χρονιά ήταν, μα όπως άκουγα από τις γειτόνισσες εκείνη τη χρονιά έχασαν το λίγο στάρι που είχαν σε μια σποριά τόπο. Πριν το θερισμό έπεσε χαλάζι θιάμα ίσα με λεφτόκαρο Έπεσε πείνα μεγάλη. Πολλές οικογένειες ζήταγαν βοήθεια από τη Μητρόπολη. Δεν γνώριζαν κανέναν, που να πήγαιναν.
Ετούτη η πείνα έμοιαζε με της κατοχής. Τα βράδυα έκαναν ζεματήρα. Νερό με λίγες σταγόνες λάδι και μέσα λίγο ψωμί να φουσκώσει και πολύ καφτερό κόκκινο πιπέρι. Το μοίραζε η μάνα με το ξύλινο χουλιάρι.. Μια κουταλιά δική της δυο του παιδιού του ασκάραντου και μια και μισή της τσούπρας.
Ήταν μεγαλύτερη. Κοίταγε με θυμό τη μάνα της. Και κείνη πεινάει κι ας μη φωνάζει πεινάω, όπως το ασκάραντο.
Ο Χρήστος πήρε το τσιμπολόι με το βιβλίο και το τετράδιο, και πήγε για το σχολείο. Δεν πρόλαβε να φτάσει στο σχολειό τα πόδια του λύγισαν, τα ματάκια του έκλεισαν και έπεσε καταγής.
Έτρεξε μια γυναίκα και φώναξε, ουι χαλασιά μου, πέθανε το παιδί τση Μπίλως..
Αλαφασμένες έτρεξαν να της πάνε το χαμπέρι. Ο Χρήστος έπεσε κει σιακάτου μπαϊλντισμένος.
Έτρεξε κουτρουβαλώντας στα γκαλντερίμια.Με τα ποδάρια της απόδετα.
Το άρπαξε το έβαλε στην αγκαλιά της και άρχισε να το μοιρολογάει. Χρήστο μου παιδάκι μου.
Σκάσε, της είπε η αδερφοπτή της. Σκάσε, το παιδί δεν έχει τίποτε.
- Άντε μη σου πω καμιά κουβέντα βαριομέζα που το παιδί δεν ανοίγει τα μάτια να με δει, και συ λες πως δεν έχει τίποτας.
Μέσα στην ποδιά της, καθώς το ζέσταινε, άκουσε να της λέει, μάνα ψωμί και ξανάκλεισε τα ματάκια του.
Ήταν δώδεκα χρονών και χώραγε στην ποδιά της.
Κοίταξε τον κόσμο που είχε μαζευτεί. Αντράπκε, άκουσαν όλοι το παιδί να λέει μάνα ψωμί, μάνα πεινάω.
Μπορεί να πείναγαν όμως δεν ήθελε να το ξέρει ο κόσμος. Είχε μπάλα. Ποτέ δεν ζήτησε τίποτε και το μόνο που ζήταγε ήταν δουλειά, μα δεν την έπαιρναν. Ήταν γριά στα εξήντα της χρόνια.
Η αδερφοπτή της, την κοίταξε με πόνο. Σύρτο στη μητρόπολη να του δώσουν αλεύρι και τυρί γάλα και ρούχα, να του δώσουν λεφτά τώρα που είναι άρρωστο, σύρτο.
Δεν είμαι γραμμένη, το ξέρεις τι μου λες.
Σύρε να ταΐσουν το παιδί και μετά θα μπορέσεις να γραφτείς.
Πάνω από το κεφάλι της ήταν μια κυρία καλοντυμένη. Φορούσε και μια άσπρη ποδιά λουλουδάτη γυρισμένη σιαπάνου, κάτι είχε μέσα.
Πήρε παράμερα την αδερφοπτή της μάνας και της έδωσε ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί. Είχε και ένα ντενεκεδάκι με γάλα.
Αύριο εδώ τους είπε.
Την άλλη μέρα στο ίδιο μέρος, η μάνα περίμενε τη γυναίκα. Δεν ήταν ξένη την ήξερε από το χωριό. Ένοιωθε ντροπή, μα το παιδί της ήταν σε κίνδυνο.
Ήρθε και της έδωσε γάλα και ψωμί. Κοίτα να δίνεις στο παιδί και ένα αυγό…… Ξέρω- ξερω, όμως το παιδί έχει αδενοπάθεια, χρειάζεται καλή τροφή. Στο χωριό μας δεν έχετε κανέναν;
Χουχλουβάγιες θα λαλάν στο σπίτι μας,έχουμε χρόνια που γυρίζουμε σαν τους γύφτους. Πότε στα Γιάννενα πότε στα χωριά. Και τώρα εδώ λέμαν να στήσουμε κορωνιό.
Όσο είστε εδώ εγώ θα κοιτάω το παιδί, όμως στο χωριό θα μπορείς να βάνεις και ένα μποστάνι, λίγο λιανό, λίγα καλαμπόκια. Σύρε το παιδί θέλει καλό φαΐ. 
Άνοιξε το σχολειό και στο χωριό μας. Είναι δάσκαλος ο Αγγελίδης. Να δεις πως θα είναι καλύτερα στο χωριό.
Σε λίγες μέρες έμασε το καταντιό του σπιτιου έδεσε την κατσίκα με μια τριχιά και ανηφόρισε κατά τη σκάλα.
Το παιδί γκότσι.
Πως να ανεβείς τούτη την ανηφοριά δύσκολο. Το παιδί πότε κοιμούνταν και πότε ζήταγε λίγο ψωμί. Μάνα πεινάω. Δίπλα της η τσούπρα της, ανέβαινε τραβώντας την κατσίκα ενώ σε ένα σακκούλι στην πλάτη είχε δυο κότες. Τις άλλες τις πούλησαν.
Εκεί στο χωριό τα πράγματα πήγαν καλά. Έδιωξε τις χουχλουβάγιες από το σπίτι. Παρακάλεσε τα σόγια να της δώσουν κάνα θηλυκό κατσικάκι η προβατάκι, να το μεγαλώσει να πιάσει κοπάδι, και άλλο κανένα ζώο και να τους το γυρίσει άμα πιάσει μαγιά.. Πήγαινε όπου είχαν σκάλο, θέρο, παντού. Έτρεχε στις δέσες για το νερό. Κόπος πολύς.
Ανάπιακε το νοικοκυριό της. Σε δυο χρόνια ξανά στην Παραμυθιά να πάει το παιδί στο γυμνάσιο.
Τώρα είχε είκοσι πρόβατα και μια γίδα. Έβανε μποστάνι, καλό καλαμπόκι και λιανό. Θα πούλαγε τα αρνιά ένα το μήνα θα μάζευε και ότι μπορούσε να μάθει γράμματα το παιδί. Η τσούπρα ήταν κουφή, αυτή ήταν για τα χωράφια θα έμενε στο χωριό. Άκουγε δηλαδή μα δεν άκουγε καλά και έτσι τη φώναζε όλο το χωριό η κουφή..
Και πήγαν στην Παραμυθιά πολλά παιδιά απ΄ το χωριό τους.
Και νοίκιασαν ένα δωμάτιο ο Χρήστος, ο Μέλτος, και ο Θόδωρος. Ήταν σόι τα τριά παιδιά από το χωριό δυο αδέλφια και κείνος. Τότε για να πας γυμνάσιο έδινες εξετάσεις και μπήκαν με την πρώτη και οι τρεις. Και πήγαιναν σκολειό με τα καπέλα τους με παπούτσια τους έστω και μπαλωμένα.
Έφερναν οι μάνες ψωμί κάθε Σάββατο και ξύλα στην πλάτη να τα πουλήσουν στο παζάρι να πάρουν ότι χρειάζονταν τα παιδιά, μα και αλάτι και βαφές για τις φλοκιάρες.
Έφερναν και τα ρούχα καθαρά, ασιδέρωτα, που σίδερο στο χωριό τότε. Τα έβαζαν κάτω από το κρεβάτι να στρώσουν.
Τη δεύτερη χρονιά ο Χρήστος λιγοθύμησε. Τρόμαξαν τα παιδιά. Φώναξαν βοήθεια.
Πήγαν σκιαγμένα γρήγορα στον τηλέγραφο να πουν στο χωριό τα χαμπέρια.Ο τηλέγραφός δεν έπιανε. Ποιος να πάει και ποιος θα μείνει, έριξαν σπορτίτσα.Θα πάει ο Μέλτος. ο Μέλτος τρομαγμένος μα έπρεπε να πάει ήταν φίλοι πάντα. Εφτά ώρες περπάταγε. Έτρεμε το φυλλοκάρδι του όταν άκουγε σκυλιά μα έφτασε στο χωριό… Ο Μέλτος και ο Χρήστος, έτσι έμειναν ως το θάνατό τους φίλοι. Σαν είδε η μάνα το Μέλτο τση κόπιε η ανάσα.
Και πήραν το δρόμο για την Παραμυθιά. Έφτασαν. Είχε περάσει μια ολόκληρη μέρα. Η δόλια η μάνα έτρεμε ήθελε να μάθει για το παιδί. Της είπαν πως πήγε ο γιατρός μόνος του να το δει.
Διάγνωση, μεγάλη αδενοπάθεια. Συνταγή, φάρμακα μα και καλό φαγητό. Βούτυρο, γάλα αυγό και κρέας.
Γεμάτη απόγνωση το πήρε καβάλα στο γομάρι του Σωτήρη για το χωριό. Τώρα ήταν μεγάλος δεν ήταν σαν τότε που τον πήγε στην ποδιά και γκότσι. Αλήθεια τώρα ήταν μεγάλος ή τότε ήταν πιο γερή;
Όταν έφτακε στο σπίτι, έβαλε το σκουσμό. Τώρα τούτο το παιδί είναι σακάτικο. Μπορεί να μην ξαναπάει στο γυμνάσιο.
Λύθκε το κορμί της ετούτο ήταν η απαντοχή της, τα άλλα έφκαν για την Αθήνα, έπιακαν δουλειά, τούτο ήταν άρρωστο πα να πει φθισικό. Της είπε ο γιατρός ο στραβοτσιάγουλος, πως άμα του δίνει να τρώει θα γένει καλά και θα πάει ξανά στο γυμνάσιο.
Χάρκε, και έβγαλε το σκασμό, μετά ανασκουμπόθκε και έβαλε τα δυνατά της, μέχρι πλάκες έστηνε, στο σώχωρο να πιάνει τσιρούλια να τα ψένει να τρώει το παιδί.
Πήγαινε για τα πρόβατα και μάζευε μπόρπολα να του ψήνει να τρώει. Μέχρι σκατζόχερι έσφαξε για το παιδί της. Έτρωγαν και οι άλλοι στο χωριό τους.
ο γιατρός όταν περνούσε κατά τα χωριά, πέρναγε να δει το παιδί. Τα μάγουλά του άρχισαν να κοκκινίζουν. Πάχυνε,ψήλωσε, και η μάνα καμάρωνε πως έκανε το τυρί τους χωρίς βούτυρο. Το βούτυρο το έβγαζε στη βλάντα για το παιδί της, να το βάνει σε λίγο ψωμί.
Του έφερε ο γιατρός βιβλία από την Παραμυθιά, δικά του βιβλία, να διαβάζει να μη χάσει τη χρονιά.
Και διάβαζε και έπαιζε φλογέρα και έγραψε το πρώτο του βιβλίο με πατριωτικά ποιήματα.
Σε έξη μήνες και ενώ το σχολείο τελείωνε πήγε για να δώσει εξετάσεις. Αν έγραφε θα του χάριζαν τις απουσίες. Και έγραψε.
Βέβαια τα παιδιά του χωριού που ήταν στο γυμνάσιο, στις γιορτές που ήρθαν, τον βοήθησαν πολύ.
Πήγε έδωσε εξετάσεις και πέρασε.
Αυτό ήταν. Από τότε τα αδέλφια του νοιάστηκαν αφού μια χρονιά σχεδόν έλειπε και κατάφερε να περάσει θα τον βοηθήσουν.
Ένα παλιό δικό τους ρούχο, μια κονσέρβα γάλα, λίγο σταρένιο αλεύρι λίγες δραχμές.
Τελείωσε το γυμνάσιο, πήγε φαντάρος, τελείωσε και τη σχολή δημοσιογραφίας και έγινε ένας διακεκριμένος πολίτης.
Η γυναίκα που του έδινε ψωμί στην Παραμυθιά, ήταν η μάνα του Στέφανου του Σαράκη. Η πεθερά της Ιφιγένειας.
Με τόση φτώχεια, αυτά τα παιδιά, με τόσα βάσανα κατάφεραν να ανοίξουν τους δρόμους της ζωής τους. Και ήταν πάντα έτοιμοι για θυσίες.Άνοιγαν δρόμοι πολλοί τότε μπροστά τους. Ποιον θα ακολουθούσε ο κάθε ένας, ήταν δικός του λογαριασμός. Όλοι ‘ήθελαν να φύγουν, όλοι ήθελαν κάπου να παν. Σαν να μη τους χώραγε ο τόπος τους.
Ήταν όμως και το πάθος, να έρθουν στην Παραμυθιά από τα χωριά, από την Παραμυθιά να πάνε στα Γιάννενα, από τα Γιάννενα στην Αθήνα, στην Αυστραλία, στην Αμερική και την Ευρώπη. Να δουν κόσμους, να κυριέψουν κόσμους.
Για να σπουδάσουν τα παιδιά,οι μάνες έφερναν στην Παραμυθιά καλούδια για πούλημα.
Στην πλάτη τα έφερναν, ζαλικωμένες τα κουβάλαγαν από το Σαλονίκη, τη Ρίζα και τα χωριά της Σκάλας. Ξύλα, φουσκί, αυγά, κότες, μποστανικά.
Έτσι αυτοί που πήγαν κοντά, γύρισαν πίσω στα χωριά τους. Έμειναν σιακάτ΄ όσοι έφυγαν κατά τη θάλασσα. Κάποιοι γύρισαν πίσω στα χωριά τους, για να φύγουν σε λίγο οι νέοι, και να μείνουν μαυροφορεμένες οι γυναίκες σαν κουκουβάγιες, να μοιρολογάν τη μοίρα τους τη μαύρη. Χωρίς άντρες χρόνια, χωρίς δικό τους κουμάντο, κάτω από μια σκληρή πεθερά πέρασαν τα χρόνια τους. Και τώρα έμειναν να περιμένουν τα Καλοκαίρια και τις Πασχαλιές να δουν στο σπίτι τους τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους. Και ως να έρθουν να φύγουν και να μείνουν πίσω με τον πόνο στα χουλιάρι της καρδιάς.
Και αν τους έλεγαν να πάνε στα ξένα ακόμω και στην Αθήνα, δεν ήθελαν, πως θα ζήσουν χωρίς αέρα στην Αθήνα, χωρίς κήπο, χωρίς τα   τους. Πως θα ζήσουν χωρίς τη ρόκα τους, χωρίς να ακούν τον κότσυφα να λαλάει, τον κούκο να φέρνει την Άνοιξη, την κουκουβάγια να φέρνει το θάνατο, πως θα ζήσουν χωρίς να ακούν το αηδόνι και την καρδερίνα;Εδώ θα πεθάνουν οι γέροι, κουράσθηκαν, είναι πολλά τα χρόνια κι ας περάσαν γρήγορα.

Του Χρήστου Θωμά
(Από το αρχείο της Αλεξάνδρας  Παυλίδου - Θωμά).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου