Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

«ΕΝΑΓΩΝΙΟ ΞΥΠΝΗΜΑ» της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη

Αποτέλεσμα εικόνας για αρχαίο βιβλίο συνταγών

Σηκώθηκε μέσα στη νύχτα. Αβασίλευτο το φεγγάρι. Αχάραγο. Συχνά πυκνά πνιγόταν μέσα στις σφυκτοπλεγμένες έγνοιες του. Μπερδεμένες σαν συρματόσκοινα σκουριασμένα που του είχαν αφορμίσει το νου. Ούτε το ξανθό χαμόμηλο μα ούτε η μαντζουράνα μπορούσαν να  μαλάκωναν το ντελίριο του. Τα μαντζούνια που πιπιλούσε μωρό έλειπαν  προ πολλού από  την καρυδένια σιφονιέρα.  Υπήρξαν εύκολο κέρασμα για κάθε λαίμαργο φαγάνα.  Έτσι, άνοιξε τα παραθυρόφυλλα στους μυστικούς φρουρούς της νύχτας. Τους κάλεσε πλάι του, με αδρή πληρωμή να τραβήξουν το αγκαθωτό συρματόσκοινο  από πάνω του να γαληνέψει ο λογισμός του.
Δενόντουσαν οι έγνοιες θηλιά στο λαιμό. Πάγωνε εγκλωβισμένος στις αραχνιασμένες φυλακές της ψυχής, στα φθαρμένα σκαλοπάτια της απρόσωπης πολιτείας.
Κάποιοι φίλοι του σφύριξαν δυνατά πως όλοι οι άνθρωποι βράζουν στο ίδιο καζάνι. Τα ξερόκλαδα με  το χλωμό χορτάρι. Εκείνο, που ακόμη τον ήλιο δεν έχει αντικρίσει. Τον συντάραξαν από την πάγια θέση του,  τα  βήματα που άφησαν τα ανυπόδητα πέλματα του πάνω στο σώμα της γης να ακολουθήσει πριν ο παλαιός των ημερών πετεινός σφαγιαστεί και δεν ξαναλαλήσει.
Ντύθηκε όπως όπως. Πήρε παραμάσκαλα το αρχαίο του λεξικό. Εκείνο με  τις λεκιασμένες ώες κι άνοιξε το σφράγισμα να αποκρυπτογραφήσει τους ιερογλυφικούς χρησμούς των προγονικών ονείρων.
Πριν φανεί η  πρώτη ηλιαχτίδα καλημέρισε την καινούρια ζωή. Σαν ίαμα στις φλέβες πλημμύρισε το φως του ήλιου. Χάιδεψε τους γκρίζους κροτάφους του, τινάζοντας από πάνω του το κάλυμμα της απραξίας. Λαχανιασμένος ανέβαινε την ανηφόρα, τη σπαρμένη με μύρτιλα.   Βαμμένος κόκκινος ο δρόμος από ματωμένο ιδρώτα που πάνω του είχαν ριζώσει εκατόφυλλες τριανταφυλλιές, σαν εκείνες που έφτιαχνε η μάνα του ροδοζάχαρη και τον κερνούσε, σαν εκείνες που έφτιαχνε ροδόνερο και τον έλουζε. Τώρα τα κλαδιά τους  είχαν αναρριχηθεί πλεγμένα με αγκαθωτές βατομουριές και αγριόχορτα.
Προχώρησε ώρα πολλή μέχρι που μεσημέριασε.  Στο τούμπι  της ξερολιθιάς απόκαμε να ξαποστάσει. Είχε χρόνια να σταθεί σ’ εκείνο το  σημείο. Συνήθως, όταν περνούσε από εκεί, το προσπερνούσε. Ήταν την εποχή εκείνη  που ‘χε ξεχασμένη την καταγωγή του. Καθώς έγινε νεόπλουτος και μεγαλομανής, άπλωσε τις ρίζες του  στην άγονη λαοθάλασσα απροστάτευτος.  Του είχε καλλιεργηθεί η ψευδαίσθηση για μεγάλη ζωή.
Αγνάντεψε γύρω  του. Μήτε  κουδουνίσματα ακούγονταν μήτε φλογέρες. Ο θεός Πάνας είχε σωπάσει εδώ και χρόνια το κελάρυσμα των ήχων .  Η γη ήρεμα χάιδευε την φουσκωμένη μήτρα της. Ξέπλενε  τις  νεκρωμένες πληγές της. Ζύγιαζε το μοίρασμα της μερίδα της. Αν και την είχαν καταπνίξει  τα δάκρυα του ουρανού οι φλέβες της  ήταν οργωμένες απ’ τη βροχή και τον ήλιο.  Σε ‘κείνα τα σημεία είχαν βρει κρυψώνα οι ρίζες της άγριας μέντας και του έλατου.
Έγειρε το βλέμμα. Κοίταξε σχολαστικά το τούμπι  που καθόταν. Ανθισμένοι ασφόδελοι και λειχήνες...  Όταν ήταν παιδί,  η  Βάβω Βάγια του είχε ειπωμένο πολλά μυστικά για τα βοτάνια της ξερολιθιάς. Ξεπόρτιζε  το πουρνό με τη δροσιά να φέρει μάτσο τους ατρύγητους χυμούς στο πανέρι. Να φκιάσουν αλοιφές για τις δερματοπάθειες.
Άνοιξε το βιβλίο που σφυκτοκρατούσε για ώρα. Οι εικόνες αλλοιωμένος. Ο βιβλιοφάγος είχε κατεστραμμένες  τις  πανάρχαια δοκιμασμένες συνταγές. Τα μάτια του τραμπαλίζονταν ανάμεσα σε μισοσβησμένα σύμβολα και  ζυγισμένα δράμια. Έσπαζε το κεφάλι του σε χίλια κομμάτια μπας και αναθυμηθεί τις θεραπευτικές  συνταγές των προγόνων του.…

Δευτέρα, 9 Οκτωβρίου 2017



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου