Σάββατο 10 Μαρτίου 2018

«ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΡΑΘΩΝΑ ΣΤΟ ΚΑΛΛΙΜΑΡΜΑΡΟ- Το χρονικό της υπερπροσπάθειας» της Μαρίας Κολοβού - Ρουμελιώτη



Κάθε φορά που συλλογίζομαι την υπερπροσπάθεια που καταβάλουν  οι μαραθωνοδρόμοι για να ολοκληρώσουν την διαδρομή τους -από το σημείο της εκκίνησης ως το σημείο του τερματισμού- με διαπερνά έντονο ρίγος∙ όμως, εκείνο που παραμένει να με συγκινεί περισσότερο είναι η γενναιότητα και η αυτοθυσία των Μαραθωνομάχων για την υπεράσπιση της τιμής και της ελευθερίας. Βεβαίως, δεν σταματά ο θαυμασμός και η έκπληξη  στα πρόσωπα όλων εκείνων που εξακολουθούν να επιχειρούν με αδάμαστο δρασκέλισμα την απόσταση  των 42.192 μέτρων για να βρεθούν από το Μαραθώνα στο Καλλιμάρμαρο στάδιο, εν ριπή οφθαλμού.
Μου ήταν αδιανόητο πως θα ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου και βαδίζοντας την έκτη δεκαετία  της ζωής θα πραγματοποιούσα το μεγαλύτερο όνειρο μου και μάλιστα με συγχορευτές και συνοδοιπόρους  καταξιωμένους και μη φίλους δρομείς και μαραθωνοδρόμους.
Ξημέρωνε η δωδεκάτη μέρα του Νοέμβρη. Τα ξυπνητήρια είχαν αρχίσει να χτυπάνε απ’ τ’ αχάραγο. Όλα έπρεπε να γίνουν εγκαίρως, προτού κλείσει η κεντρική αρτηρία της κυκλοφορίας.
Αφού κάναμε ένα αναζωογονητικό ντους, φορτώσαμε τις μπαταρίες μας με πλούσια πρωινά εδέσματα και ροφήματα στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου. Όταν αποφάγαμε,  τα ταξί άρχισαν το ένα μετά το άλλο να μεταφέρουν τους αθλητές στο στάδιο του Μαραθώνα για την εκκίνηση του αγώνα.


Μαζί με τον σύζυγο μου – παρθενικοί ακόμη σε μια τέτοια εμπειρία, είχαμε κατακλειστεί από έντονο άγχος και ατέρμονη αμηχανία: «Τι ήρθαμε να κάνουμε εμείς εδώ; Θα καταφέρουμε να κάνουμε την υπέρβαση; Θα  δώσουμε στον εαυτό μας τη δυνατότητα να ενεργοποιήσει τις αδρανοποιημένες μας δυνάμεις;» ήταν μερικά από τα ερωτήματα που μας βασάνιζαν.
Φτάνοντας στον Μαραθώνα,  μια πολύχρωμη λαοθάλασσα μας περίμενε. Μια λαοθάλασσα που είχε απλώσει πλοκάμια προς κάθε κατεύθυνση της δοξαστικής γης.  Οι δρόμοι, οι πλατείες, το μούτρο του βουνού, χρωματισμένα με χρώματα πανηγυρικά. Χιλιάδες  κυψέλες σκορπισμένες.  Το εργατικό  μελίσσι ζουζούνιζε, κατηφόριζε μαζί με τον αέρα που ανάδυε αδρεναλίνη αναμεμειγμένη με οσμές καψεΐνης και ταυρίνης.  Μπήκαμε κι εμείς μέσα σε εκείνο το μελίσσι. Κατηφορίσαμε μαζί του. Όλο κατηφορίσαμε… Φτάσαμε στο μπλοκ!
Δρομείς από  κάθε  γωνιά του πλανήτη παρευρίσκονταν για να τρέξουν την κλασική μαραθώνια διαδρομή. Μέσα σε εκείνο το πολυποίκιλτο λεφούσι ένιωσα να με τυλίγει μια υπερκόσμια ευλογία, μια ατλάντια δύναμη    που γεννήθηκε  και μεγάλωσε για να πραγματοποίηση  αυτό που πιότερο επιθυμούσα.
Και είδα τις πέτρες  να λάμπουν στο φως, αιώνες τώρα ντυμένες το στέμμα της δόξας. Πάνω στη σάρκα τους ριζωμένη παρέμενε η αρετή και η τόλμη, η ανδρεία και η θέληση για ευγενή αγώνα, για ειρήνη, για λευτεριά, για υπέρβαση και νίκη. Κι άκουσα τα  τύμπανα να ηχούν∙ οι ακοίμητοι μαχητές να παίρνουν  παράγγελμα  εκκίνησης: Οι αρχαίοι πολεμιστές τους έχουν αφημένα κειμήλια στον τύμβο  του Μαραθώνα!
Σε αυτό τον τόπο, οι Μαραθωνομάχοι ακόμα πολεμούσαν... Ποτέ δεν επαναπαύτηκαν.  Οι πέτρες στοίβαζαν τη θέλησή τους για ζωή. Ρουφούσαν το άρωμα του ιδρώτα τους. Ράγιζαν χορεύοντας κάτω απ’ τη μουσική των σπινθηροβόλων βημάτων τους. Ζυμώνονταν μαζί τους.  Γίνονταν αίμα που έρεε στη σάρκα μας. Γίνονταν φως που έλουζε την ψυχή μας.
Σ’ αυτή τη γη ο Φιλιππίδης  δεν αποχωρίστηκε ποτέ την πανοπλία του. Οπλισμένος   ημεροδρόμος παρέμενε  φέρνοντας νικητήρια μηνύματα ιστορικής διαδρομής στα πέρατα της οικουμένης. Χιλιάδες ψυχές  ακολουθούσαν οραματιζόμενες  τα  χνάρια του  ντυμένες με αύρα αττικού ουρανού. Ανηφόριζαν κουβαλώντας την ιστορία της Ελλάδας στα σπλάχνα τους και  έδιναν όρκο τρανό: σέβας να έχουν στου καθενός την τίμια προσπάθεια. 
Το σύνθημα εκκίνησης δεν άργησε να δοθεί. Συνοδευμένο με τον όρκο του αθλητή παρέδωσε τη σκυτάλη στους πρώτους μαραθωνοδρόμους κι αυτοί με την σειρά τους πέρασαν την γραμμή, μπροστάρηδες, με το «ευ αγωνίζεστε» χαραγμένο στο στήθος τους.
Τριάντα ολόκληρα λεπτά πέρασαν μέχρι να έλθει και η δική μας σειρά. Χιλιάδες αθλητές θα αναμετριόντουσαν με τις δυνάμεις τους…
Όταν τα πόδια μου πάτησαν τη λωρίδα εκκίνησης, ο χρόνος άρχισε να μετράει αθροιστικά. Κάθε νέο  βήμα μείωνε καρτερικά την απόσταση του τερματισμού μου. Μόλις είχα  ξεκινήσει για ένα σκοπό. Κι έδεσα  κόμπο τη θέληση στην ψυχή μου να περάσω απ’ όλες τις συμπληγάδες ανέπαφος. Να ρουφήξω λιγάκι από το νέκταρ της ιστορίας. Να πατήσω κι εγώ πάνω στα αχνάρια που άφησαν οι εκλεκτοί
Με διέτρεξε έντονο ρίγος καθώς η σκέψη μου περιπλανήθηκε μαζί με την εικόνα του άγνωστου οπλίτη στα σκονισμένα πανάρχαια μονοπάτια. Γεμάτος αγωνία να μεταφέρει την νικητήρια αγγελία από τον Μαραθώνα στους αθηναίους πολίτες. Η άσφαλτος άρχισε σιγά σιγά να μεταλλάσσεται σε ζωντανό υπερήρωα, σε μια λαοθάλασσα ψυχών ταμένες στην επίτευξη του σκοπού, κάνοντας πράξη τον όρκο που είχαν δώσει κατά την ώρα της εκκίνησης. 
Ξεχείλιζα   από ορμή και θέληση.  Μπροστά μου ζωντάνευε συνεχώς η μορφή του αρχαίου ημεροδρόμου. Οι δερμάτινες επωμίδες του συγκρατούσαν τον βαρύ θώρακα στο στήθος του. Συνέδραμε την προσπάθεια μου και με  απάλλασσε από βάρη περιττά!
Προχωρούσε μπροστά μου. Σκόνταφτε και σηκωνόταν. Πηδούσε πάνω από ροζιασμένες ρίζες ελαιόδεντρων που του ‘φραζαν τον δρόμο. Μάτωνε, αλλά ξανασηκωνόταν!
Για πρώτη φορά ένιωσα τη γης  ν’ αφουγκράζεται το καρδιοχτύπι μου κι ο ουρανός να ψιχαλίζει την ψυχή μου με τη δροσιστική αύρα της ευγενής άμιλλας. Το σώμα ακολουθούσε το πνεύμα  και το πνεύμα το σώμα, δίνοντάς του ώθηση προς την επίτευξη του στόχου. Ολόκληρη είχα γίνει μια πελώρια καρδιά με μάτια προσηλωμένα  στο τέρμα. Οι χτύποι σφυρηλατούσαν τις μήνιγγες. Το αίμα  κόχλαζε στου κορμιού το πυρωμένο καμίνι: «Οι γεννήτορές μου κι οι δάσκαλοι, μ’ εκπαίδευσαν να παίζω δίκαια, καθαρά, να είμαι σταθερή, να προσέχω τους πειρασμούς, να έχω σεβασμό στην  προσπάθεια και την άποψη του άλλου, να σέβομαι τους αντιπάλους μου, να κοιτάζω μπροστά, να μην τα παρατάω», σκεφτόμουν  σε κάθε μου βήμα καθώς πλησίαζα  περισσότερο το στόχο. 
Κάτω από τα πόδια μου η άσφαλτος. Λεία άσφαλτος χωρίς κοφτερές πέτρες∙ χωρίς αγκαθωτούς θάμνους να ματώνουν τις φτέρνες μου∙ με τις πατούσες ενδεδυμένες σε γαλαντόμο ύφασμα. Κι από πάνω μου ο ουρανός κι ο φίλος ήλιος. Ένας ήλιος φιλόστοργος που έπαιζε κρυφτό πίσω απ’ τα σύννεφα του φθινοπώρου.
Ναι! Ο ήλιος κρατούσε καλά πάνω απ’ το κεφάλι του συνοδοιπόρου μου. Έκαιγε τα κραταιά μπράτσα του και τα πέλματα του μάτωναν πάνω στις κοφτερές πέτρες. Και οι αγκαθωτές πόες καρφώνονταν στις  ακάλυπτες κνήμες του… όμως,   εκείνος προσπερνούσε τις κακουχίες. Κοιτούσε εμπρός! Την εκτέλεση της προσταγής, την ολοκλήρωση του χρέους, γεμίζοντας την ψυχή μου με την ανακοίνωση της νικητήριας είδησης.
Ο νικηφόρος στρατηγός τον είχε επιλεγμένο ως τον ταχύτερο δρομέα της Αττικής  και του ‘χε δοσμένο παράγγελμα «Τρέξε όσο γρήγορα  σε πάνε τα πόδια σου και η ψυχή σου στην Αθήνα και μήνυσε στους άρχοντες: Νενικήκαμεν!» Εμένα, όμως, ποιος με επέλεξε και πιο το μήνυμα που φέρνω; 
Οκτώ με εννέα ώρες χρειάζονταν οι αθηναίοι οπλίτες για να φτάσουν από τα έλη του Μαραθώνα στην Αγορά της Αθήνας. Πάνοπλοι και με το βάρος της ευθύνης  να τους βαραίνει ακόμη πιο πολύ.
«Εγώ είμαι απαλλαγμένη  απ’ όλα αυτά. Πρέπει να τερματίσω σε λιγότερο χρόνο» ενθάρρυνα τον εαυτό μου.
Άνθρωποι κάθε ηλικίας αγωνίζονταν με τον ίδιο τους εαυτό.   Ανακάλυπταν κρυμμένες δυνάμεις. Ο καθείς προσπαθούσε να επιβάλει εκατοντάδες επιπλέον βήματα στο σώμα, που μόνο η ψυχή θα μπορούσε να επιτελέσει.
Μπρος - πίσω, δεξιά κι αριστερά κάλπαζαν ρυθμικά η αποφασιστικότητα, η θέληση, η δύναμη, το ιδεώδες, η μη παραίτηση. Κάποιοι γεροντότεροι που δεν παραδίδονταν αμαχητί, μου έδιναν ελιξίριο δύναμης να συνεχίσω.
Ο Φιλιππίδης έτρεχε για ώρες, μα το τελευταίο κομμάτι του φαινόταν ατέρμονο. Καθώς πλησίαζε πιο κοντά, τα πόδια του γίνονταν όλο  και πιο βαριά. Σε κάθε βήμα πονούσαν οι λαγόνες του και οι νευρώνες του τεντώνονταν στο ρυθμό του τρεξίματος.
«Τα  πρώτα χιλιόμετρα τα τρέχεις με το σώμα∙ τα τελευταία με την ψυχή. Να ακούς το σώμα σου. Την ίδια απόσταξη θα τρέξει ο πρώτος, την ίδια κι ο τελευταίος» είχε  ομολογήσει ένας μαχητής στην αφετηρία.  Τα λόγια του με  σφυροκοπούσαν.
Οι λαγόνες μου άρχισαν να πονούν.  Τα πέλματά μου πρήζονταν. Δάχτυλα, πέλματα, κνήμες, περόνες και μηροί, είχαν αναλάβει να μεταφέρουν όλο το φορτίο στο τέρμα. Άρχισαν να πονούν και τα σπλάχνα μου. Ένιωθα κι ένα μικρό μούδιασμα στα χέρια… Συμμεριζόμουν το ανθρώπινο τσούρμο που έτρεχε ξωπίσω μου μα ήμουν καλά γειωμένος στο χώμα κρατώντας γεμάτη αποσκευή την ψυχή μου. Έτρεχα  ασταμάτητα, αναζητώντας σε κάθε λεπτό  κι ένα κομμάτι απ’ το πάζλ που συνέθετε το κορμί μου. Μέσα στο πυρωμένο βλέμμα της ελπίδας καινούργιες ελπίδες ζωντάνευαν. Ανακάλυπτα πως η σάρκα δεν είναι μόνο ύλη, αλλά αποτελεί το κεντρικό κομμάτι της σύνθεσης εκείνης που λέγεται σώμα.  
Σε κομβικά σημεία υπήρχαν σταθμοί ανεφοδιασμού: Νερό, τροφή, πρώτες βοήθειες, ενθάρρυνση συνέχισης  από εθελοντές πολίτες.
Ο βασιλιάς των Περσών είχε στείλει στους Αθηναίους δύο αμφορείς με χώμα και νερό ως σύμβολο παράδοσης, μα εκείνοι σκότωσαν τους Πέρσες αγγελιοφόρους ρίχνοντας τα άψυχα κορμιά τους μέσα σε ένα πηγάδι για να  πάρουν μόνοι τους όσο νερό ήθελαν… Αυτή ήταν η απάντηση! Ένα αλλιώτικο «μονόν λαβέ»!
Έπρεπε να τρέξω. Να κάνω το αδύνατο, δυνατό!   Στη μνήμη αυτού του γεγονότος και στην αθανασία ενός ολόκληρου λαού που έδωσε παράδειγμα θάρρους και αγωνιστικότητας, που λάμπρυνε τον κόσμο με τον πολιτισμό του, που εξουδετέρωσε τη βαρβαρότητα, που με τα φώτα του θέσπισε την δημοκρατία και τις επιστήμες.
Ναι! Ο Μαραθώνιος είναι αγώνας ιερός. Δεν είναι αναμέτρηση φυσικών δυνάμεων  με φυσικές δυνάμεις, παρά είναι βυθομέτρηση και αναμέτρηση με τις δυνάμεις της ψυχής, της οπλισμένης με υπομονή και επιμονή, με πίστη και αφοσίωση στην ολοκλήρωσή της. Μπαίνοντας στον κύκλο των μαραθωνοδρόμων γίνεσαι ένας μαχητής που αντιπαλεύει όχι με αντιπάλους ή συναγωνιστές, αλλά γίνεσαι  ένας  μαχητής που αντιπαλεύει με τις δυνάμεις  και τις αδυναμίες του ιδίου σου εαυτού. Φορτίζεσαι με θέληση και πείσμα, ανακαλύπτοντας δυνάμεις που κάτω από άλλες συγκυρίες δεν θα μπορούσες να ανακαλύψεις.
Ναι! Ο Μαραθώνιος είναι το μεγαλύτερο αθλητικό, πολιτιστικό, κοινωνικό γεγονός. Η πιο τρανή γιορτή. Η πιο γενναία εκκίνηση ψυχικών και σωματικών δυνάμεων. Και η προσπάθεια του καθενός είναι καθαρά ατομική προσπάθεια και νίκη μαζί. Αν η προσπάθειά σου δεν ταυτιστεί με την προσπάθεια του οπλίτη από τη Λεοντίδα φυλή, δεν θα μπορέσεις ποτέ να ξεπεράσεις τα ανθρωπινά όρια σου, δεν θα μπορέσεις να κατορθώσεις το ανέφικτο. Να προσπεράσεις δραστηριοποιημένος από ανηφόρες και κατηφόρες. Να αποδώσεις φόρο τιμής στους ήρωες του Τύμβου. Να  κόψεις λιόκλαδα κάνοντας στεφάνι στα μαλλιά. Να χαιρετήσεις τη Νέα Μάκρη.  Τη Ραφίνα. Το Πικέρμι. Να αναμετρηθείς με την ψυχή σου στον ανισόπεδο κόμβο του Σταυρού με τον απότομο ανηφοροκατηφόρο    και  να στεφτείς στο Καλλιμάρμαρο νικητής. 
«Πόσες ανηφόρες έχει η διαδρομή;» ρωτήθηκα από κάποιον συνοδοιπόρο.
«Όσες είναι και οι κατηφόρες!» ανταπάντησα.
Κοιταχτήκαμε. Γελάσαμε. Ευχηθήκαμε καλό τερματισμό.
Σκούπισα το μέτωπο μου. Έφτυσα το ξερό σάλιο στην άσφαλτο.
Το επώδυνο μέρος του όλου εγχειρήματος πλησίαζε προς το τέλος. Γέρακας… Χαλάνδρι… Χολαργός… με τον αρχαίο οπλίτη πάντοτε στο πλάι μου να χαλαρώνει τις δερμάτινες επωμίδες που συγκρατούσαν το βαρύ θώρακα στο στήθος του. Κοιτούσα τα φλογισμένα από την κούραση μάτια του. Τα στεγνά από την ένταση χείλη.
Άνοιξε δρόμο. Τα βήματα του βαριά, άφηναν το αποτύπωμα τους πάνω στην άσφαλτο. Οσμή ιδρώτα ράντιζε την ατμόσφαιρα αγιάζοντας την διαδρομή μου. 
Άνοιξα βήμα! Τα βήματά μου βαριά έπιαναν ρότα τα βήματά του πάνω στην άσφαλτο. Σε δύο χιλιόμετρα και 192 μέτρα θα παραδίδαμε -μαζί αυτή τη φορά, το άγγελμα στους Αθηναίους πολίτες. Για  δύο χιλιόμετρα και 192 μέτρα θα αφουγκραζόμουν την δύναμη μου πατώντας τον κάλο  της αδυναμίας μου. Μέχρι τον τερματισμό θα άκουγα τους χτύπους της καρδιάς που   με έσπρωχναν σε ένα βήμα παραπάνω.
Και τα βήματα πλήθαιναν, ακολουθώντας όλο και πιο κοντά τη λωρίδα τερματισμού. Αντίκρισα το Καλλιμάρμαρο. Το δαδοφόρο με τη δάδα στο χέρι. Εισήλθα θριαμβευτικά. Τερμάτισα! Ήμουνα νικητής γιατί νίκησα τις αδυναμίες και τις όποιες επιφυλάξεις μου. Αγωνίστηκα και ξεπέρασα τον εαυτό μου. Αγωνίστηκα και διδάχτηκα μέσα απ’ τον αγώνα μου. Είχα εξοντώσει με θαυμαστό τρόπο τους επίπονους κάλους της αδράνειας και της απραξίας. Στέφτηκα την προσπάθεια και την ρώμη των νικητών. Την υπομονή και την επιμονή. Την  επίτευξη του στόχου. Κοινώνησα την χαρά με όλους εκείνους που δεν παραιτήθηκαν και ολοκλήρωσαν την αποστολή τους. Αναγνώρισα  πως η νίκη του καθενός είναι νίκη προσωπική και δεν μετριέται με χρονόμετρα!


( Το διήγημα αφιερώνεται στο σύζυγo μου Ιωάννη).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου